Κλεμμένη Ευτυχία (part 3)

27 6 14
                                    

Έφυγε. Όταν το μικρό κοριτσάκι κοιμήθηκε στα χέρια του, εκείνος άρπαξε τα κομμάτια του και πήρε δρόμο, υποσχόμενος να επιστρέψει. Δεν ήξερε που πήγαινε. Άφησε τον δρόμο να τον οδηγήσει και να τον βγάλει σε ένα μέρος, μακριά από το κέντρο. Το σπίτι του είχε μετατραπεί σε ένα σωρό συντρίμμια, συνεπώς θα έμενε πια στη μητέρα του. Έπρεπε να εφοδιαστεί με ξύλα, μα στην πραγματικότητα αυτό ήταν μονάχα μια δικαιολογία για να ξεφύγει και να φτάσει εκεί. Πήρε λοιπόν το κάρο και το τσεκούρι από το σπίτι της μητέρας του και ο δρόμος τον οδήγησε κοντά στη λίμνη. Δεν αισθανόταν την κούραση στα πόδια του, αν και το κεφάλι του γύριζε απ'τη ζάλη του χτυπήματος. Ήταν τόσο φρέσκια.

Η λαχανιασμένη ανάσα, αντιλαλούσε ηχηρά μέσα στα αφτιά του, τόσο δυνατά όσο και οι παλμοί της καρδιάς του. Ήταν η πρώτη φορά σε όλη του τη ζωή που θα έδινε την ψυχή του ολόκληρη για να τους κάνει να πάψουν. Για να βρεθεί ξανά μαζί τους, να τις σφίξει στην αγκαλιά του. Παραπατώντας, άρπαξε το τσεκούρι από το κάρο. Άρχισε τότε να χτυπά αλύπητα το δέντρο εμπρός του, με δύναμη αρκετή για να το ρίξει κάτω σύντομα. Τα πνευμόνια του φούσκωσαν και τα σπαρακτικά ουρλιαχτά που ελευθέρωσαν αντηχούσαν σε ολόκληρο το δάσος.

Το δέντρο έπεσε απάνω σε μια μικρή κατηφόρα. Την γνώριζε αυτή τη κατηφόρα, την είχε ξαναδεί. Είχε πατήσει τόσες φορές απάνω σε αυτό το μονοπάτι και κάθε φορά που το αντίκριζε, η καρδιά του φτερούγιζε. Κάποτε, μικρό παιδί ακόμη, έτρεχε σε αυτό το μέρος με τους φίλους του. Όλοι τους χαμένοι, ίσως νεκροί. Το μυαλό του ξάφνου, παίζοντας παιχνίδια άσχημα, γύρισε σαν τώρα στο μυαλό του, τη μορφή του Βίκτορ. Είδε ξανά, νοητά το πρόσωπό του. Τα καστανόξανθα μαλλιά του, τα πράσινα μάτια του, το χαμόγελό του. Τον θυμόταν μικρό. Τον θυμόταν να γελά, έως ότου μια μέρα σταμάτησε και σύννεφα χάραξαν το βλέμμα του. Θυμόταν να του μιλά και να ζητά να παίξει μαζί του. Θυμόταν τον αδελφό του φοβισμένο και μικρό, μα πάντοτε δίπλα του. Πάντοτε να ξέρει τι να του πει και πως.

Τι θα του έλεγε αν τον έβλεπε τώρα; Τι θα τον συμβούλευε να κάνει; Δεν ήξερε. Ήξερε πως του έλειπε και πως τον χρειαζόταν όσο τίποτε. Ήξερε πως αν τον έβλεπε ξανά, δεν θα τον άφηνε να φύγει. Γιατί τι είναι πιο δυνατό από τον δεσμό δυο ανθρώπων που μοιράζονταν χώρο στα ίδια σπλάχνα; Που ξεκίνησαν το ταξίδι τους σε αυτόν τον κόσμο μαζί και που ήταν δεμένοι, με έναν δεσμό άλυτο, ανίκητο; Τίποτε!

Κι όμως. Ίσως κι εκείνος να είχε πια φύγει. Να βρισκόταν στον παράδεισο, στο μέρος όπου άνηκε η αγνή ψυχή του, μαζί με την ανιψούλα του και τη Νατάλια. Ίσως να τις γνώριζε τώρα πια.
Όλα όσα ποτέ είχε, είχαν πια χαθεί. Κάτι άλλαξε στην ψυχή του εκείνη η μέρα. Σίγουρα κάτι άλλαξε.

Το Άλικο Μονοπάτι (Ολοκληρωμένο)Where stories live. Discover now