Στην Πρώτη Ανάσα Του Φθινοπώρου (part 4)

207 22 78
                                    

Στη φώτο ο Κλάους

     Σε λίγο ένας ένας, οι φίλοι του έφυγαν, αφήνοντάς τον μόνο στο παγκάκι. Εκείνος δεν ήθελε να επιστρέψει στο σπίτι, όσο κι αν είχε την ανάγκη ενός καλού ύπνου. Αγαπούσε να μένει μόνος, με μόνη συντροφιά ένα φύλλο χαρτί, ένα μολύβι και τις σκέψεις του, που έβρισκαν καταφύγιο πάνω στις σελίδες ενός μπλε τετραδίου. Δώρο του πατριού και της μητέρας του από την πρώτη φορά που πήγαν μαζί, οι δυο τους, στη Ρωσία. Την θυμόταν αυτή τη μέρα πολύ καλά κι ας ήταν μονάχα επτά ετών.

     Ήταν Σάββατο και βρισκόταν στο παλιό του σπίτι, μαζί με τη φίλη της μητέρας του, τη θεία Μίλα. Ένα ζευγάρι μελαγχολικά γκρίζα μάτια φάνηκαν δειλά πίσω από την παλιά γαλάζια κουρτίνα του παιδικού δωματίου και ευθείς βάλθηκαν να ατενίζουν τον ουρανό και τα φορτωμένα σύννεφα που κάθε τόσο άλλαζαν θέση και σχήμα. Άλλες φορές έμοιαζαν με σκυλάκια ή πλοία ή πουλιά και το παιδικό του μυαλό χανόταν στις σκέψεις και τις μαντεψιές παίζοντας ένα δικό του μυστικό παιχνίδι. Το αγόρι χαμογέλασε αμυδρά και το μικροσκοπικό του χεράκι ήρθε και χάιδεψε τη λεία επιφάνεια του τζαμιού. Τότε η πρώτη σταγόνα της βροχής ξέφυγε από το μαύρο σύννεφο και ο άνεμος την οδήγησε καταλάθος πάνω στο γυαλί του παραθύρου του. Ο μικρός, με το δάχτυλο του ακολούθησε την πορεία της σταγόνας που κυλούσε σαν να ήταν ένα μικρό ποταμάκι. Ένιωθε τα μάτια του βαριά από τη νύστα μα έμεινε να κοιτά τη καταιγίδα που μαινόταν, περιμένοντας νέα.

     Η μητέρα του μήνες τώρα ήταν άρρωστη. Τα μαλλιά της είχαν πέσει και φορούσε μαντήλι στο κεφάλι της, για να κρύβει το γυμνό κρανίο. Τα ρόδινα μαγουλά της είχαν ασπρίσει και το πρόσωπό της φαινόταν άψυχο. Στο αίμα της, του είχε πει, σέρνονταν μερικά μικρά ζιζάνια, που της δημιουργούσαν αυτή την αρρώστια. Πλέον γνώριζε το όνομά της. Καρκίνος!

     Το κεφάλι του έγειρε αργά και ακούμπησε απαλά στο περβάζι. Τα μάτια του, αφού ανοιγόκλεισαν νυσταγμένα μερικές φορές, θόλωσαν και έκλεισαν, αφήνοντας τον χαρακτηριστικό ήχο που κάνει η βροχή, να τον νανουρίσει και να τον αφήσει να παραδοθεί σε έναν βαθύ ύπνο χωρίς όνειρα. Μία ολόκληρη εβδομάδα στεκόταν μπροστά στο παράθυρο να τους περιμένει, με την θεία Μίλα να τον κοιτά λυπημένη, κρυφά πίσω από την πόρτα. Ήταν παιδί! Θα έπρεπε όμως να διαχειριστεί αυτή την κατάσταση.

     Όταν τελικά στο δρόμο, φάνηκε το μαύρο αυτοκίνητο του Λίο, εκείνος πετάχτηκε απάνω και έτρεξε στην σκάλα για να τους καλωσορίσει και να τους αγκαλιάσει. Αυτοί όμως δεν φάνηκαν το ίδιο χαρούμενοι με το αγοράκι κι ας προσποιούνταν μπροστά του.

Το Άλικο Μονοπάτι (Ολοκληρωμένο)Where stories live. Discover now