Το Γράμμα (part 1)

154 9 40
                                    

Ο Καρλ Ελίασμπεργκ βρισκόταν στο γραφείο του. Το ποτό απάνω στο ξύλινο έπιπλο έμενε άθικτο να καθρεφτίζει το μουχλιασμένο ταβάνι, στην κόκκινη επιφάνειά του, όσο εκείνος ντυμένος με το μαύρο κοστούμι, στερεωμένος με τους αγκώνες του απάνω στο παγωμένο περβάζι κοιτούσε εμπρός του την πόλη. Χαμογελούσε! Χαμογελούσε γιατί μέσα στο σκοτάδι της, έμοιαζε πιο λαμπρή. Παρατηρούσε τον κόσμο που ύστερα από έναν φονικό χειμώνα, με μάτια μαυρισμένα από την πείνα, περπατούσε με άλλον αέρα. Τα κορίτσια που σε άλλες εποχές χαμογελούσαν με τα μαγουλάκια τους τσιτωμένα και κόκκινα, βάδιζαν σαν όρθια πτώματα με τα μάγουλα ρουφηγμένα στο κρανίο τους από την αφαγία. Ένα πράγμα δεν άλλαξε. Χαμογελούσαν! Βρήκαν τη διάθεση να περιποιηθούν. Έφτιαξαν όμορφα τα μαλλιά τους και κάποιες γυναίκες είχαν την τύχη να φορούν φορέματα καλά, σαν εκείνα που συνήθιζε να βλέπει προ πολιορκίας στο Λένινγκραντ. Άλλες πάλι έρχονταν με τα ρούχα που τους είχαν απομείνει. Το ίδιο φυσικά ίσχυε και για τους άνδρες. Άλλοι φορούσαν σμόκιν και άλλοι απλά πουκάμισα, καθημερινά. Όλοι ωστόσο ήταν εκεί εκείνη την ημέρα!

Χαμογέλασε υπερήφανος για αυτό του το κατόρθωμα. ''Τα κατάφερα'' είπε στον εαυτό του σιγαλόφωνα μα κατόπιν πάτησε ξανά στη γη. Τίποτα δεν είχε καταφέρει. Μάλιστα ακόμη διατηρούσε τις αμφιβολίες του. Μπορεί να πήρε στα χέρια του έναν στρατό γεμάτο ερασιτέχνες μουσικούς και να τους μετέτρεψε σε συμφωνία, μα τα επιτεύγματά του περιορίζονταν στις πρόβες. Τώρα! Τώρα ήταν η στιγμή του να αποδείξει πως τα κατάφερε, ως και στον εαυτό του.

Την πρώτη φορά που ήρθε αντιμέτωπος με όλους αυτούς τους ανθρώπους, μερικοί εκ των οποίων, όπως ο Μαξίμ πριν τα μαθήματα με την Νατάλια, αμυδρά θυμούνταν πώς να παίζουν απογοητεύτηκε. Δεν τους είχε ακούσει ακόμη, μα με μια ματιά μπορούσε κανείς να καταλάβει πως οι άνθρωποι ήταν ράκη.

Τότε είχε στην κατοχή του ακόμη το πρώτο μονάχα μέρος της συμφωνίας και κρατώντας το στα χέρια του, βγήκε από το γραφείο της φιλαρμονικής με ύφος αυστηρό, που φάνταζε σε όλους απόμακρο και με τα στρογγυλά μυωπικά γυαλιά του να έχουν γλιστρήσει ως τη μύτη του. Θυμόταν τότε, στο άνοιγμα της πόρτας όλοι οι ψίθυροι κόπασαν και επικράτησε ησυχία. Τόση ησυχία που τα βήματά του στο δάπεδο αντηχούσαν, κοφτά και αυστηρά, σαν το βλέμμα του, κοφτερό κι ατσάλινο τους διαπερνούσε όλους, έναν έναν ψάχνοντας μέσα τους, αυτή τη φλόγα της προσμονής. Δεν χρειάστηκε ιδιαίτερο ψάξιμο ωστόσο. Αμέσως τη βρήκε να σιγοκαίει σε όλων τα μάτια, νέων και ηλικιωμένων που κόλλησαν απάνω του περίεργα.

Το Άλικο Μονοπάτι (Ολοκληρωμένο)Where stories live. Discover now