Όλα βαίνουν καλώς εναντίον μας (part 1)

26 5 7
                                    

ΤΕΡΕΖΊΝ, ΔΕΚΈΜΒΡΙΟΣ 1943

Τα ματάκια του μικρού Άρτουρ, υψώθηκαν και κόλλησαν στον χτιστό τοίχο που περίκλυζε την «γειτονιά». Ήταν βαμμένος κίτρινος και από την εξωτερική πλευρά γραμμένη σε μια πινακίδα, είχε μια φράση, την ίδια που βρισκόταν και στην είσοδο του Άουσβιτς. «Arbeit Macht Frei.»*

Δεν θυμόταν τον κόσμο της άλλης πλευράς. Θυμόταν μονάχα αυτήν την τεράστια γειτονιά, κρυμμένη πίσω από έναν τοίχο, ψηλό! Εκεί έμεναν μονάχα Εβραίοι. Κανείς, εκτός των κατακτητών, δεν είχε πρόσβαση, από το εξωτερικό στο εσωτερικό και το αντίστροφο. Ήταν μια μικρή συνοικία, που είχε δική της διοίκηση, τα λεγόμενα Judenraete* και την δική της αστυνομία, αποτελούμενη από Εβραίους. Στην πραγματικότητα όμως, όλα βρίσκονταν κάτω από τον απόλυτο έλεγχο των Γερμανών. Εκείνοι έβαζαν τους κανόνες και επίσης εκείνοι ήταν αυτοί που διόριζαν το Εβραϊκό Συμβούλιο και τα μέλη της αστυνομίας. Φυσικά δεν δίσταζαν να εκτελέσουν εν ψυχρό τον οποιονδήποτε δεν εκτελούσε, με απόλυτη συνέπεια και σκληρότητα τις διαταγές τους.

Στους δρόμους της περιοχής εκείνης, κυριαρχούσε η τρομοκρατία. Κακοποίηση και τρόμος. Κι ας ήθελαν οι Γερμανοί, να θεωρείται το γκέτο αυτό, ως υπόδειγμα. Η αλήθεια που ο καθένας όφειλε να παραδεχτεί, ήταν πως τα πράγματα στο Τερεζίν, ήταν λίγο πιο χαλαρά. Οι κρατούμενοι είχαν ελαφρώς περισσότερα προνόμια, όπως η αλληλογραφία. Φυσικά υπήρχαν περιορισμοί. Η αλληλογραφία, έπρεπε να γίνεται μονάχα με καρτ ποστάλ, να είναι γραμμένη στα Γερμανικά και να περνά από έλεγχο. Μάλιστα, είχαν εκτελέσει δημόσια, για παραδειγματισμό μερικούς κρατούμενους, που έκαναν λαθρεμπόριο αλληλογραφίας. Σε γενικές γραμμές όμως, οι φρουροί σε εκείνο το γκέτο, φέρονταν ίσως λίγο πιο φυσιολογικά, χωρίς αυτό να σημαίνει πως σταματούσαν να θεωρούνται απειλή. Δέχονταν δωροδοκίες και ανταλλάγματα, πράγμα ανήκουστο για οποιοδήποτε άλλο γκέτο.

Ο μικρός με το βλέμμα στο έδαφος και σφίγγοντας το κορμάκι του μες τη χιλιομπαλωμένη ζακετούλα, συνέχισε να βαδίζει συλλογιζόμενος διάφορα. Ούτε ο ίδιος δεν μπορούσε να καταλάβει τι ήταν αυτό που τον οδήγησε στο να βγει από το σπίτι. Ας το πούμε ανάγκη, μα οι θείες του θα γίνονταν έξαλλες. Οι τρεις τους ήξεραν πολύ καλά ποιο θα ήταν το αποτέλεσμα μιας κακής στιγμής στο γκέτο. Το παιδί ωστόσο ένιωθε πως έπληττε. Τα ματάκια του είχαν μαυρίσει από την ταλαιπωρία. Πεινούσε και βγήκε ελπίζοντας να βρει κάτι για να φάει. Αντί αυτού όμως, το φθαρμένο δέρμα του παπουτσιού του χτύπησε απάνω σε ένα μικροσκοπικό αντικείμενο. Ήταν ένα παλιό παιχνίδι, πεσμένο στο έδαφος.
Τα λιλιπουτένια του χεράκια έσφιξαν το μολυβένιο στρατιωτάκι, στις τοσοδούλες χουφτίτσες, φυλώντας το σαν να ήταν θησαυρός. Ήθελε να το προστατεύσει και να το κρύψει από τις θείες του, που σίγουρα θα τον κατσάδιαζαν που το πήρε. Δεν το έκλεψε όμως! Πεταμένο στον δρόμο το βρήκε! Πιθανότατα θα είχε παραπέσει από κάποιο άλλο αγοράκι που ποιος ξέρει αν ζούσε! Εκείνος παιχνίδια δεν είχε! Όχι άλλα εκτός του μικροσκοπικού αρκούδου, της μητέρας του. Από μωρό τον είχε και όταν οι Γερμανοί διέταξαν την γκετοποίηση των εβραίων, ήταν το πρώτο πράγμα που πήρε μαζί του.

Το Άλικο Μονοπάτι (Ολοκληρωμένο)Where stories live. Discover now