Όλα βαίνουν καλώς εναντίον μας (part 4)

6 4 4
                                    

Την ίδια στιγμή στο ίδιο παράπηγμα του οικογενειακού στρατόπεδου του Μπιρκενάου, το αγοράκι ετοιμαζόταν να κοιμηθεί. Ήταν μεγάλη η κούραση και οι ώρες αυτές, του ύπνου, έμοιαζαν πολύτιμες. Ο Άρτουρ, αν και κουρασμένος δεν μπορούσε να κλείσει τα μάτια του, όσο κι αν νύσταζε. Ο ύπνος δεν έλεγε να τον πάρει. Το μυαλουδάκι του ταξίδευε στη Θεία του. Που να ήταν; Δεν ήξερε.

Η γυναίκα αυτή που τον βούτηξε ξαφνικά στην αγκαλιά της, εν άγνοιά της, του είχε σώσει τη ζωή. Τα παιδιά δεν είχαν καμία θέση στο Άουσβιτς. Θεωρούνταν άχρηστα καθώς κατανάλωναν τροφή και χώρο, δίχως να προσφέρουν τίποτε στους κατακτητές, σε αντίθεση με τους ενήλικες που δούλευαν ώρες ατελείωτες. Ωστόσο για της οικογένειες του Τερεζίν, ο κανόνας έσπαγε.

Μέσα σε αυτό το ζοφερό μέρος, υπήρχε μια μικρή ηλιαχτίδα. Στον τομέα BIIb, ο ήλιος φώτιζε λίγο περισσότερο. Εκεί μπορούσε κανείς να δει, κόκκινα μαγουλάκια, με δέρμα τσιτωμένο και μαλλιά μακριά. Μπορούσε να ακούσει τις παιδικές φωνούλες μα και να δει ανθρώπους, τους οποίους βάραινε ο χρόνος, με γλυκιές ρυτίδες να κάθονται ανάμεσα σε εφήβους, που υπό άλλες συνθήκες, τώρα θα ξεκινούσαν τη ζωή τους. Εκείνο το μέρος, αποτελούσε το οικογενειακό στρατόπεδο του Μπιρκενάου, μονάχα για τους Εβραίους του Τερεζίν.

Κανείς δεν μπορούσε να καταλάβει τον λόγο που οι Γερμανοί το είχαν επιτρέψει αυτό. Το μόνο σίγουρο ήταν πως σε αυτό το γιατί υπήρχε απάντηση, καθώς πίσω από κάθε τους κίνηση ελλόχευε πάντοτε κάποιος σκοπός.

Η γυναίκα που τον άρπαξε στη ράμπα, ονομαζόταν Μπριγκέτε και δεν ήταν μεγαλύτερη των τριάντα ετών. Ήταν Γερμανοεβραία του Βερολίνου, όπως και ο άνδρας της, ο οποίος εκείνη τη στιγμή βρισκόταν σε έναν διαφορετικό στρατώνα. Ήταν μοναχή της λοιπόν, με μόνη συντροφιά το μικρό αγοράκι.
Καθόταν μοναχός του, δακρύζοντας σιωπηλά, χαμένος. Τον άκουγε λοιπόν να κλαίει και η καρδιά της σφιγγόταν. Δεν γνώριζε το όνομά του. Τον είδε μονάχο του και προσπάθησε να τον βοηθήσει. Φαινόταν πως ήταν μικρούλης, πάνω κάτω πέντε ετών. Βρισκόταν ξαπλωμένος δίπλα της και παρηγορητικά, η Μπριγκέτε έσπευσε να χαϊδέψει τον ώμο του, Εκείνος γύρισε προς το μέρος του και τον κοίταξε κατάματα, με θάρρος.

«Γεια σου.» Του είπε με τα χείλη του, λεπτά όπως ήταν, να σχηματίζουν μια λεπτή γραμμή ενώ χαμογελούσε, μα το αγοράκι δεν αντέδρασε. «Πως σε λένε;»

«Γιατί με πείρες από τη Θεία μου;» Την αιφνιδίασε. «Το ξέρεις ότι η Μαμά μου έχει πεθάνει; Ε;» Της πέταξε με φωνή που έτρεμε, έτοιμη να σπάσει, μα δεν λύγισε. Αν και μικρός ο Άρτουρ, είχε μάθει να αυτοσυγκρατείται. «Ναι! Η Μαμά μου πέθανε. Δεν είσαι εσύ η Μαμά μου, είπες ψέματα. Την σκότωσαν, όπως και την άλλη μου Θεία, τη Γιαέλ, πριν λίγες μέρες.» Η γυναίκα σάστισε και σιωπηλή έμεινε να τον ακούσει. «Δεν έχω Μαμά εγώ. Ακούς; Ούτε Μπαμπά έχω. Με έχασε εκείνος. Με έχασε γιατί οι κακοί με πήραν και με πήγαν στη γειτονιά, όταν ήμουν μωρό. Δεν μπορεί πια να με βρει. Δεν είσαι εσύ η Μαμά μου. Λες ψέματα.» Δεν φώναξε. Μιλούσε σιγά, μέσα από τα δόντια, με παράπονο. Ένα δάκρυ κύλησε απαλά στο ροζιασμένο μαγουλάκι και η καρδιά της Μπριγκέτε συσπάστηκε. «Ποια είσαι;»

Το Άλικο Μονοπάτι (Ολοκληρωμένο)Where stories live. Discover now