Στη Δίνη Του Χρόνου (part 1)

141 10 92
                                    

Λένινγκραντ, Ιανουάριος 1923

Οι χειμώνες στη Ρωσία, ανέκαθεν ήταν ψυχροί. Κάθε νοικοκυριό φρόντιζε να εφοδιάζεται με μπόλικα ξύλα έτσι ώστε να καταφέρνει να ζεσταίνει το κοκαλάκι του. Έτσι λοιπόν και στο σπίτι των Ιβανόφ τότε, η φωτιά έκαιγε στο τζάκι και η καμινάδα ανάβλυζε μαύρους καπνούς που χόρευαν ξέφρενα στην ατμόσφαιρα. Ο ήχος των βημάτων στη σκάλα έφτανε στα αφτιά του βροντερός και σχετικά χαλαρός. Τικ, τακ! Τικ, τακ! Σε αργό ρυθμό. Και ξοπίσω του ένας άλλος, γρήγορος και λεπτός.

Ο Βίκτορ, κρυμμένος στις σκιές του υπογείου, είχε μάθει πια να ξεχωρίζει τους δικούς του από τα βήματα. Ο μπαμπάς είχε αργό και βαρύ βάδισμα, η μαμά ανάλαφρο και πολλές φορές βιαστικό, η Νάντια φορούσε συνήθως παπούτσια με τακούνι ακόμη και μες το σπίτι, ενώ ο Μαξίμ περπατούσε γρήγορα και τα μικρά του ποδαράκια έκαναν ελάχιστο θόρυβο. Εκείνη τη στιγμή όμως τη σκάλα κατέβαιναν ο πατέρας του και ο αδελφός του. Τους άκουσε να αποχαιρετούν τη μητέρα του και να πηγαίνουν στο χολ όπου βρίσκονταν συνήθως τα παλτό τους. Υπέθεσε πως θα έβγαιναν έξω και αυτό έγινε. Σε λίγο η πόρτα που έκλεισε πίσω τους τάραξε ολόκληρο το σπίτι, ως και το υπόγειο.

Κοιτάζοντας από το παράθυρο τον γιο και τον άνδρα της να φεύγουν η Έλλη, βούτηξε τις βελόνες της και συνέχισε το πλεκτό της. Ο άλλος της μικρός βρισκόταν ακόμη στο υπόγειο και αγνάντευε τον τοίχο πάνω στον οποίο έκαναν την εμφάνισή τους μερικές από τις σκιές που έκανε με τα παιδικά χεράκια φτιάχνοντας στο μυαλό του φανταστικές ιστορίες. Κάποια στιγμή τον κούρασε όμως αυτό το παιχνίδι. Στο μυαλουδάκι του σκαρφάλωσε μια σκέψη. Άρπαξε λοιπόν το μαξιλάρι του και χώνοντας το χεράκι του από κάτω, εμφάνισε ένα ξεθωριασμένο στρατιωτάκι.

Παίρνοντάς βιαστικά το μικροσκοπικό παιχνίδι στα χεράκια του ένιωσε όμορφα. Χαμογέλασε και κίνησε να παίξει σαν η πόρτα άνοιξε διάπλατα με ένα συρτό τρίξιμο και ο μικρός ταραγμένος έκρυψε το στρατιωτάκι στην τσέπη του παντελονιού του κοιτώντας προς το μέρος της έντρομος. Σαν αυτή άνοιξε όμως, πίσω της φάνηκε η σιλουέτα της μητέρας του. Ανακουφισμένος ανακάθισε στο στρώμα και έμεινε να την κοιτά ανέκφραστος.

«Ο μπαμπάς πήγε με τον Μαξίμ να φέρει ξύλα και με παράτησαν εδώ.» Τον ενημέρωσε περίλυπα και κρατήθηκε από το χερούλι της πόρτας με τον μικρό να τη ζυγίζει, σαν έσμιξε τα φρύδια. «Κρύο κάνει εδώ, δεν κάνει;» Συμπλήρωσε στα Ελληνικά, ξέροντας πως καταλαβαίνει, μα το αγόρι της συνέχισε να την κοιτά αμίλητο. Τότε σκέφτηκε να του προτείνει να ανέβει απάνω και να της κάνει παρέα για όσο ο πατέρας του βρισκόταν εκτός σπιτιού.

Το Άλικο Μονοπάτι (Ολοκληρωμένο)Where stories live. Discover now