Κλεμμένη Ευτυχία (part 2)

35 5 19
                                    

Πατέρας ενός νεκρού βρέφους, σύζυγος μιας νεκρής γυναίκας, επιζών μιας άδικης ζωής. Η ζωή αυτή δεν του ταίριαζε. Ο Μαξίμ ήταν ένας άνθρωπος ευχάριστος, ένα πλάσμα που διψούσε για ζωή, μα μπροστά του έβλεπε μονάχα θάνατο. Θάνατο στον δρόμο, στα συντρίμμια, παντού. Και κάπως έτσι, η ζωή ήρθε να του δώσει το απότελειωτικό χτύπημα. Ήρθε να τον διδάξει πως δυστυχώς, ό,τι ίσχυε για κάθε άνθρωπο, ίσχυε και για εκείνον. Δεν έχαναν μονάχα οι άλλοι συγγενείς και φίλους, δεν κινδύνευαν μονάχα οι άλλοι. Η ζωή, όπως κι ο θάνατος δεν κάνουν εξαιρέσεις.

Τα μάτια του συγκρατημένα άνοιξαν και ο πόνος επέστρεψε. Το σκηνικό παρέμενε ίδιο. Το ίδιο άσχημο, ψυχοφθόρο, τρομαχτικό... Πέρασε λίγη ώρα ώσπου να σηκωθεί απάνω, μα όταν τελικά το έκανε, ο χρόνος επέστρεψε, η μνήμη του βροντοφώναζε πως κάτι έλειπε. Ένα κομμάτι της πάλευε να ανέβει στην επιφάνεια.

Η Αννίκα! Σκέφτηκε δυνατά και η ανάμνηση επέστρεψε στο μυαλό του. Είχε ακούσει τη φωνή της, πριν χάσει τις αισθήσεις του. Το θυμόταν τόσο καθαρά, σαν τώρα. Μάζεψε λοιπόν ό,τι δύναμη είχε πια απομείνει στο κορμί του και άρχισε να την ψάχνει μες τα ερείπια. Άρχισε να ψάχνει το σώμα της, ελπίζοντας πως θα ήταν ζωντανή. Δεν την βρήκε όμως. Το μικρό κοριτσάκι δεν ήταν πουθενά. Σε έναν γρήγορο συλλογισμό, συνειδητοποίησε πως πιθανότατα θα ήταν στο νοσοκομείο. Ακόμη κι αν ήταν νεκρή, εκεί θα είχαν πάει τη σωρό της.

Το κεφάλι του, έδινε μικρές σουβλιές πόνου καθώς έτρεχε στα ερείπια της γειτονιάς του, μιας ζωής παλιάς, μιας τραγωδίας πολύνεκρης, για να φτάσει στο νοσοκομείο. Ήταν στιγμές που η ματιά του θόλωνε από τη ζάλη, ή που η καρδιά πονούσε, μα εκείνος συνέχισε. Έτρεχε να βρει τη μικρή κλέφτρα. Το μικρό εκείνο κοριτσάκι, με τα καροτένια μαλλάκια. Ίσως εκείνη ζούσε. Ίσως μια μικρή ηλιαχτίδα, να επιβίωσε μετά από αυτό το βάναυσο σκοτάδι που πλάκωσε την ψυχή του. Ίσως... Ίσως!

Την βρήκε λοιπόν. Όταν κατέβηκε στο υπόγειο, να δει τις σωρούς της Νατάλια και της κορούλας του, το κορμάκι του μικρού κοριτσιού δεν βρισκόταν εκεί. Βρισκόταν ξαπλωμένη, λιπόθυμη, σε ένα νοσοκομειακό κρεβάτι.

Φτάνοντας στην πόρτα του δωματίου, δεν θα μπορούσε να μην σκεφτεί την τραγική ειρωνεία. Βρισκόταν στο ίδιο δωμάτιο με εκείνον, την ημέρα που τις γνώρισε. Ούτε τότε κατάφερε να τις προστατεύσει. Ούτε τότε πρόφτασε να βοηθήσει, όπως τώρα που εκείνες ήταν νεκρές, ενώ εκείνος λουσμένος με την κατάρα του επιζώντα. Το κοριτσάκι ήταν όμως ζωντανό.

Το Άλικο Μονοπάτι (Ολοκληρωμένο)Where stories live. Discover now