Στη Δίνη του Χρόνου (part 3)

137 11 76
                                    

Το αεράκι που ερχόταν από τον βορρά λίκνιζε τα λιγοστά ξερά φύλλα απάνω στα δέντρα. Μια ριπή παγωμένου ανέμου διαπέρασε τη ραχοκοκαλιά του, κάνοντάς τον να ανατριχιάσει. Η βαριά νύχτα σιγά σιγά έδινε τη σκυτάλη της στη μέρα. Με την πλάτη του να στερεώνεται απάνω στον σταθερό κορμό ενός δέντρου, έλυσε το κράνος και με μια βίαιη κίνηση αποδέσμευσε το κεφάλι του. Τα ξανθά μαλλιά κάτω από αυτό είχαν πατικωθεί και κολλήσει στο ιδρωμένο του μέτωπο. Ριψοκίνδυνο να βγει ιδρωμένος σε αυτό το ψύχος, μια ώρα σαν εκείνη. Το ρολόι στο χέρι του έδειχνε πέντε παρά δέκα το ξημέρωμα. Ίσως αργότερα να παρακαλούσε για λίγο ύπνο, μα όσο κι αν έτσουζαν τα μάτια του, αδυνατούσε να κοιμηθεί.

Άφησε το κεφάλι του ελεύθερο να γύρει απάνω στο ξύλο και έσφιξε τα μάτια του, μόνο για αφουγκραστεί για μερικά λεπτά το περιβάλλον γύρω του. Το αεράκι που φυσούσε άφηνε ένα γλυκό χειμερινό θρόισμα να χαδέψει τα αφτιά του και φαντάστηκε πως θα ήταν, σαν απόηχο από κάπου μακριά, να μπορούσε να ακούσει το γάργαρο κελάρυσμα του ποταμού Νέβα, που είχε αρχίσει να ξεπαγώνει. Η στάθμη του χιονιού έπεφτε σιγά σιγά. Είχε μπει ο Μάρτιος. Τώρα το λευκό χαλί που έπλεκαν μεταξύ τους οι χιονονιφάδες είχε ανακατευτεί με τα ξερά χορτάρια και κάπου ανάμεσα τους, αραιά και που, μπορούσε κανείς να δει μερικά μπουμπούκια χιονολούλουδων ή ελλέβορου. Αν και τα φορτωμένα σύννεφα τους προειδοποιούσαν για ακόμη μια χιονόπτωση, ευχόταν να μπορούσαν να την αποφύγουν.

Ο Λούντβιχ ατένισε το ερεβώδες τοπίο. Από εκείνο το σημείο μπορούσε να δει τους πύργους του Λένινγκραντ, τον βαλτικό κόλπο και φυσικά τη λίμνη Λαντόγκα. Βρίσκονταν σε απόσταση περίπου εικοσιτεσσάρων χιλιομέτρων από την Κωμόπολη Κράσνι Μπορ, δίπλα ποταμό Νέβα και έξι χιλιόμετρα μακριά από την λίμνη. Πρόσφατα τον μετέφεραν. Οι Ρώσοι είχαν σημειώσει τεράστια πρόοδο, ήδη από τον Ιανουάριο. Σε μια επίθεση που εκδηλώθηκε τότε, πέτυχαν να ανοίξουν μια χερσαία δίοδο εφοδιασμού προς μια δορυφορική πόλη κατά μήκος της νοτιοδυτικής όχθης της Λαντόγκα. Αυτόν τον απειλούμενο τομέα προσπαθούσαν τώρα, με νύχια και με δόντια να ενισχύσουν. Εξάλλου ο φύρερ τους είχε διατάξει να ρίξουν την πόλη, πολιορκώντας τη.

Μην έχοντας τι να κάνει και βέβαιος πια πως δεν θα έπαιρνε άλλον ύπνο για το υπόλοιπο της βραδιάς, έστριψε ένα τσιγάρο και πήρε μια γενναία τζούρα από αυτό, αφήνοντας το καπνό να διαχυθεί ανάμεσα στην πάχνη της παγωμένης νυχτιάς. Τότε μια σκέψη σκαρφάλωσε στο νου του και τον κατακεραύνωσε. Δεν είχε απαντήσει στο γράμμα της Έρικα. Δίχως να το σκεφτεί πολλή ώρα, έβγαλε από την εσωτερική του τσέπη ένα μπλοκ, ένα στυλό και το άνοιξε σε μια κενή σελίδα. Ξεδίπλωσε το γράμμα της και πριν απαντήσει, το διάβασε για μια στερνή φορά. Αφού θυμήθηκε τι του έλεγε, έβγαλε με το στόμα του το καπάκι από το στυλό και το τοποθέτησε στο πίσω μέρος του. Λίγο όμως πριν η μελάνη ακουμπήσει το χαρτί, το χέρι του κοκκάλωσε.

Το Άλικο Μονοπάτι (Ολοκληρωμένο)Where stories live. Discover now