Στον Δρόμο Για Το Τερεζίν (part 3)

105 12 77
                                    

«Ε!» Είπε μα καμία ανταπόκριση. Το παιδί κουλουριάστηκε εκ νέου, πιο σφιχτά αφήνοντάς τον να απορήσει σαν έβγαζε από το στόμα του ξανά καπνό. Έτσι επανέλαβε. «Δεν με καταλαβαίνεις;» Ρώτησε, μονάχα στη μητρική του γλώσσα και τη μόνη δηλαδή που καταλάβαινε εξ ολοκλήρου ο Άρτουρ. Τώρα σαν τον άκουσε ένευσε μα παρέμεινε για λίγο σιωπηλός σε μια ύστατη προσπάθεια να κατευνάσει τους λυγμούς του.

«Němec» Του είπε. «Μόνο αυτό κατάλαβα. Δεν ξέρω να μιλάω Τσέχικα. Σημαίνει Γερμανός.» Μιλούσε τραυλίζοντας μέσα από τα δόντια και δεν τολμούσε να το κοιτάξει.

«Μιλάς Γερμανικά;» Ρώτησε ξαφνιασμένος μα στην πραγματικότητα δεν περίμενε απάντηση. Έσκυψε λίγο τον κορμό του και σούφρωσε τα χείλη, με το τσιγάρο αναμμένο ανάμεσα στα δάχτυλά του. «Και γιατί σε κυνηγούσαν;» Δεν πήρε απάντηση και πάλι. «Κάτι σε ρώτησα. Δεν δαγκώνω. Γιατί δεν μιλάς;»

«Αν σου εξηγήσω θα δαγκώσεις όμως.» Μουρμούρισε τόσο σιγά που δεν ακούστηκε στον άνδρα.

Πήρε μια ανάσα τότε και έκανε την παράτολμη κίνηση να γυρίσει και να τον κοιτάξει. Δεν είχε έρθει ποτέ τόσο κοντά με τον εχθρό, αν και αυτός δεν έμοιαζε να έχει εχθρική διάθεση. Όχι, γιατί δεν ήξερε από πού το έσκασε. Ίσως κι αυτός να τον πέρασε για Γερμανό όπως τα παιδιά προηγουμένως, έτσι είπε να συνεχίσει να προσποιείτε, με έναν τρόπο έτσι ώστε να μην καρφωθεί κιόλας. «Κατάλαβαν ότι μίλησα Γερμανικά. Δεν ξέρω Τσέχικα.»

«Για αυτό σου πετούσαν χαλίκια;» Ο Άρτουρ ένευσε καταφατικά. Ο άνδρας τότε σηκώθηκε ξανά στο ανάστημά του και έγινε θεόρατος στα μάτια του. «Σκατόπαιδα!» Ξεφύσησε παίρνοντας μια τζούρα από το τσιγάρο του και έβγαλε από την τσέπη του ένα πανί. «Πάρε εδώ. Βάλ'το στην πληγή. Στο γόνατο.» Συμβούλεψε και το παιδάκι το έκανε.

«Ευχ... χαριστώ.» Μουρμούρισε με έναν τρόπο που άθελά του ακούστηκε σαν ερώτηση.

«Πως σε λένε;» Τον ρώτησε.

«Άρτουρ.» Απάντησε αυτός.

«Άρτουρ.» Επανέλαβε ο άνδρας. «Πόσο χρονών είσαι;»

«Πε... πέντε.» Τραύλισε λέγοντας ένα μικρό ψέμα. Δεν ήταν πέντε.

«Και τι κάνεις έξω από το γκέτο Άρτουρ, πέντε χρονών σκατό;» Η ερώτηση αυτή, ακούστηκε στα αυτιά του σαν χτύπος καμπάνας και η καρδιά του σφίχτηκε, σαν την ένιωθε να ανεβαίνει στον λαιμό του και να στέκεται εκεί. Τον κοίταξε στα μάτια φοβισμένος, σαν εκείνος χαλαρός άναβε ακόμη ένα τσιγάρο. Αφού λοιπόν άναψε και ξεκίνησε εκ νέου να καπνίζει συνέχισε. «Σε είδα που έβγαζες το αστέρι.» Πρόσθεσε.

Το Άλικο Μονοπάτι (Ολοκληρωμένο)Where stories live. Discover now