Μαξίμ Ιβανόφ (Επίλογος περίπου)

14 4 10
                                    

Ο χειμώνας στην Πολωνία, αν και βαρύς, δεν θύμιζε σε τίποτε το Λένινγκραντ. Κοιτάζοντας γύρω ένοιωθε σαν να του έλειπε ξάφνου κάθε μικρό κομμάτι, κάθε ίντσα της πατρίδας του. Χαμογέλασε. Μέσα του ευχήθηκε να ξαναέβλεπε την Λαντόγκα, τον Νέβα, την παλιά του γειτονιά και τους ανθρώπους του. Μα η επιχείρηση αυτοκτονίας, στην οποία επέλεξε να εμπλακεί το καθιστούσε σχεδόν απίθανο.

Τι νόημα είχε εξάλλου, με αυτές τις δυο χαμένες. Μονάχα η Αννίκα είχε απομείνει να τον περιμένει. Η Αννίκα, μαζί με τη μητέρα και την αδελφή του. Και θα πάλευε να γυρίσει πίσω ασφαλής, μόνο για εκείνες και μόνο έχοντας εκπληρώσει τον σκοπό του. Τον σκοπό για τον οποίο φόρεσε το σήμα των ειδεχθέστερων δολοφόνων και όρισε τον εαυτό του φύλακα στην κόλαση.

Το πόδι του βυθίστηκε στο χιονισμένο έδαφος. Ένα έδαφος λουσμένο από στάχτες ανθρώπων και υπολείμματα ζωών χαμένων. Άουσβιτς Μπιρκενάου. Στεκάμενος εμπρός στην απόλυτη φρίκη και με το κορμί του να ανατριχιάζει, ένιωσε μια παράδοξη ανακούφιση. Τα είχε καταφέρει. Ή έστω, βρισκόταν ένα βήμα πριν τα καταφέρει.

Τι κι αν αυτή η προσπάθεια οδηγούσε στο κενό; Αν ήταν ανόητη αυτή η τρέλα; Αν απόβαινε μοιραία, μια θυσία ανούσια; Τίναξε το κεφάλι και έδιωξε κάθε σκέψη από το μυαλό του. Όχι! Ποτέ δεν θα ήταν ανούσια αυτή η θυσία, ακόμη κι αν εν τέλει έσφαλε.

Η σκιά του κολαστηρίου κατάπιε τη μορφή του και τα μάτια του ατένισαν κάθε ίντσα που έφταναν να αγγίξουν. Τι θα αντίκριζε Χριστέ σε αυτό το κολαστήριο άραγε; Η απάντηση ήταν “την απόλυτη φρίκη, την απόλυτη παράνοια, το όνειδος της ανθρώπινης ύπαρξης.”

«Όνομα;» Μια φωνή βαριά τον αποσυντόνισε για λίγο και όταν γύρισε να κοιτάξει τον πομπό, ήρθε αντιμέτωπος με έναν νεαρό ξανθό, λίγο μικρότερο ίσως από τον ίδιο.

Παρατήρησε το σήμα των ss απάνω του. Στάθηκε περήφανος, σαν να καμάρωνε για αυτό, παρα το γεγονος πως η αηδία κυλούσε μέσα του σαν ένα σιχαμένο σκουλήκι. Χαμογέλασε αμυδρά, σχεδόν αδιόρατα.

«Πάουλ Σνάιντερ.» Είπε.

“Πάουλ Σνάιντερ. Ο Μαξίμ πέθανε. Ο Μαξίμ πια εξαφανίστηκε.” Σκέφτηκε κατόπιν.

Και έτσι, αυτός ο άνθρωπος βάδισε στα άδυτα της κόλασης, Έτσι πάτησε το πόδι του σε έναν δρόμο αιματοβαμμένο. Γιατί τι έχει να φοβάται ένας άνθρωπος που κράτησε στις δυο του χούφτες ότι απέμεινε από τη ζωή του; Από κάθε κομμάτι της καρδιάς του; Τι έχει να φοβηθεί ένας άνθρωπος που έκλεισε στα χέρια του έναν κόσμο και ξάφνου τον είδε να γκρεμίζεται; Τίποτε! Τίποτε και κανέναν.

Στο έρεβος της κόλασης γαλουχούνται δαίμονες Μαξίμ, φώναζε το υποσυνείδητό του. Το άλικο μονοπάτι είναι μονάχα μια στροφή μακριά και εσύ σε σταυροδρόμι. Ποιον δρόμο θα ακολουθήσεις;

Προς το παρόν βρισκόταν εμπρός στην ίδια την κόλαση. Εμπρός στο Άουσβιτς.

ΤΈΛΟΣ

___________________________________________

Προχώρησε στο σημείωμα συγγραφέα... --->>>

Το Άλικο Μονοπάτι (Ολοκληρωμένο)Kde žijí příběhy. Začni objevovat