Στη Δίνη Του Χρόνου (part 2)

142 10 76
                                    

Στα χέρια της κρατούσε το μικρό αγγελουδάκι της. Όσο μεγάλωνε τόσο πιο πολύ ζωντάνευε και λάτρευε να τη βλέπει να αναπτύσσεται. Ήταν η κόρη της και θα έκανε τα πάντα για να μην σβήσει ποτέ στα χρόνια αυτό το γλυκό μειδίαμα στα χειλάκια της. Φίλησε το κεφάλι της απαλά και αφήνοντάς την στο κουνάκι της σκέφτηκε... μακάρι να είχε ίσια μαλλιά όπως ο Μαξίμ, ώστε να μπορεί να της τα κάνει πιο εύκολα πλεξουδάκια. Η Αννίκα είχε πολύ άγαρμπα μαλλιά όπως και η ίδια.

«Ο Μαξίμ ήρθε και άφησε ξύλα στην αποθήκη.» Άκουσε μια φωνή από το σαλόνι και κατόπιν η κύρια είσοδο έκλεισε.

«Πότε;» Ρώτησε, γνωρίζοντας πως ήταν η αδελφή της και η γάτα της, που με έναν σχεδόν υπόκωφο γδούπο προσγειώθηκε στο ξύλινο δάπεδο.

«Πριν καμιά ώρα. Και πήγε να πάρει ψωμί, θα έρχεται τώρα.» Της έλυσε την απορία πέφτοντας στον καναπέ σαν λιπόθυμη και την εκνεύρισε. Κουνούσε την Ρόουζ στην κούνια της, μα τελικά το μωρό ξύπνησε για τα καλά και άρχισε να κλαίει γοερά αναζητώντας μια αγκαλιά.

«Έλεος ρε Αννίκα! Και δεν μπορούσες να μου το πεις νωρίτερα; Το μωρό έχει ξυλιάσει και δεν κάνει.» Τώρα έβγαινε σιγά σιγά στο σαλόνι του σπιτιού, όπου βρισκόταν η αδελφή της.

«Καλά συγγνώμη. Ήμουν αφηρημένη.»

Ρίχνοντας της μια γρήγορη κατσάδα την έστειλε να πάει και φέρει ξύλα ώστε να ανάψουν το τζάκι και εκείνη βαρυγκωμώντας το έκανε. Τη στιγμή ωστόσο που έβγαινε από την αποθήκη, μια γνώριμη φιγούρα άρπαξε από τα χέρια της τα ξύλα φορτώνοντας στα δικά του, αυτά και μερικά ακόμη.

«Θα σε πιάσει η μέση σου.» Τη μάλωσε γλυκά κι εκείνη, σκαρφαλώνοντας στον πάγκο της αποθήκης για να καθίσει γέλασε. Πάνω στο μωβ σκουφί της, είχε στερεώσει ένα, δύο άνθη ελλέβορου. Φύτρωναν λίγο πιο κάτω από το σπίτι τους, ακόμη και σε τέτοιες θερμοκρασίες. Το κορίτσι λάτρευε να κόβει αυτά τα λουλούδια και να τα στολίζει σαν μπουκέτα σε ποτήρια και βάζα.

«Εγώ μια χαρά νέα είμαι.» Τον πείραξε μα πριν το καταλάβει ήρθαν τα αντίποινα με τη μορφή μιας χούφτας χιόνι, από το ξύλο η οποία και προσγειώθηκε ελαφριά, απάνω στη φούστα της.

«Με λες γέρο, αλεπουδάκι;» Κατσούφιασε. Σηκώθηκε και έτρεξε στην πόρτα παίρνοντας μια χούφτα χιόνι και την πέταξε απάνω του γελώντας ελαφρώς.

«Μόνο η... αδελφή μου με λέει έτσι!» Κρατώντας με το ένα χέρι τα ξύλα για μερικά δευτερόλεπτα, άφησε μια ψεύτικη καρπαζιά στο κεφάλι της προτρέποντάς την να μπει στο σπίτι. Εκείνη άρχισε τότε να τον χτυπά με χιονόμπαλες. Δεν μπόρεσε να αντισταθεί. Φαίνονταν να θέλει να παίξει μαζί του. Άφησε λοιπόν εμπρός στην πόρτα τα ξύλα και αντεπιτέθηκε στον χιονοπόλεμο που άρχισε.

Το Άλικο Μονοπάτι (Ολοκληρωμένο)Where stories live. Discover now