Η Συμφωνία του Λένινγκραντ (part 6)

251 14 185
                                    

Το κομμάτι του Μπετόβεν
Für Elise

Τα ακροδάχτυλά της γλιστρούσαν απαλά, με χάρη και λεπτότητα απάνω στα λευκά και μαύρα πλήκτρα, σε μια μελωδία που θύμιζε κάτι από όνειρο. Αυτό τουλάχιστον στα δικά της αυτιά. Κάτι ταυτόχρονα, χαρούμενο και λυπημένο. Κάτι ερωτικό, με πολλές διακυμάνσεις όμως. Ωστόσο σε εκείνη το κομμάτι αυτό του Μπετόβεν, θύμιζε την αγνότητα. Την παιδικότητα και την αγάπη. Αυτή για τη μητέρα της και αυτή για τη μουσική.

Τα μάτια της βούρκωσαν, όταν ο ήχος άρχισε ξαφνικά από την γρήγορη εναλλαγή να βαραίνει και να μπαίνει ξανά στο επαναλαμβανόμενο κομμάτι. Έκανε μια μικρή παύση και με το δάκρυ έτοιμο να κυλήσει από τις κόγχες των ματιών της, χτύπησε αργά και αβέβαια τις τέσσερις νότες μόνες τους. Τότε σήκωσε το βλέμμα της και το έριξε βουρκωμένη απάνω σε μια εικόνα που έστεκε εμπρός στο ξύλινο πιάνο, πριν τα χέρια της, μηχανικά ξανά, συνεχίσουν το κομμάτι.

' ' Μου λείπεις. ' ' Σκέφτηκε και η φωνή μέσα της πνίγηκε από έναν κρυφό λυγμό. Έκλεισε αργά τα βλέφαρά της και άφησε τη μουσική να την ταξιδέψει, πίσω. Πίσω στα χρόνια της τα παιδικά.

Και ξαφνικά το σκηνικό άλλαξε. Το μουντό δωμάτιο, με τον ελάχιστο θερμό φωτισμό, αντικαταστάθηκε από ένα άλλο, ή μάλλον από το ίδιο πριν είκοσι χρόνια. Τότε οι κουρτίνες ήταν παραμερισμένες στη γωνία και το φως χόρευε, μαζί τα μπουκλωτά κοκκινόξανθα μαλλάκια της μικρής Νατάλια. Η Αννίκα ήταν αγέννητη ακόμη και η μητέρα της είχε περισσότερο χρόνο να ασχολείται ταυτόχρονα με την κόρη και το πάθος της. Τη μουσική!

Θυμόταν την μαμά της να τη φωνάζει κι εκείνη να τρέχει δίχως σκέψη απάνω στο φουστάνι της, το μπλε με τα ηλιοτρόπια που ακόμα βρισκόταν κάπου στη ντουλάπα να θυμίζει την ύπαρξη αυτής της γυναίκας με το ζεστό χαμόγελο που τόσο αγαπούσε και τόσο μάταια χάθηκε. Τα κοτσιδάκια της χοροπηδούσαν μαζί της σε κάθε της βήμα και το γέλιο της το παιδικό, στο μυαλό της έφτανε, σαν μακρινός απόηχος μιας άλλης εποχής. Η μητέρα της, μοιραζόταν μαζί της το πάθος της για τη μουσική. Το πιάνο και το βιολί! Και η Αννίκα αγαπούσε να μαθαίνει νέα πράγματα.

Με το ζεστό της χαμόγελο την πήρε τότε στα πόδια της και η Νατάλια ακούμπησε τα μικροσκοπικά της χεράκια απάνω στα πλήκτρα. Ήταν επτά χρονών τότε, μα μπορούσε να παίξει στο πιάνο, αν και όχι τόσο καλά. Εκείνο το τραγούδι επιχείρησε να παίξει, μα τη δυσκόλευε. Η μητέρα που κατάλαβε πως το κορίτσι απογοητεύτηκε, χάδεψε το μικροσκοπικό του χεράκι και το εναπέθεσε απαλά, ξανά πάνω στο πιάνο για να το καθοδηγήσει. Στην πορεία παρατήρησε πως η αυτοπεποίθηση της μικρής τονώθηκε, τόσο που τα χέρια της έτρεχαν μόνα τους πάνω στις νότες και συνέθεταν μια υπέροχη μελωδία. Τότε σιγά σιγά, άφηνε τα χέρια της ελεύθερα, ώσπου τα απομάκρυνε τελείως και την καμάρωνε να παίζει χαμογελώντας περήφανα. Ήταν σαν να της έλεγε,
' 'Μπορείς! Μπορείς να τα καταφέρεις και μην τα παρατάς ποτέ. Ίσως απλώς καμιά φορά να χρειαζόμαστε το σωστό ερέθισμα για να σηκώσουμε το κεφάλι, μα μπορούμε να κάνουμε τα πάντα αν η ψυχή μας το λέει.' '

Το Άλικο Μονοπάτι (Ολοκληρωμένο)Wo Geschichten leben. Entdecke jetzt