Στην Πρώτη Ανάσα Του Φθινοπώρου (part 5)

200 21 232
                                    

     Η ιδεολογία του ναζισμού είχε ως βάση μια πυραμίδα. Στην κορυφή της φυσικά βρισκόταν η Γερμανική φυλή και στον πάτο η Εβραϊκή. Στόχος του ήταν να δημιουργηθεί ένας κόσμος που να συμμερίζεται τις απόψεις του, έχοντας αφανίσει ως και τον τελευταίο σπόρο κάθε κατώτερης - κατ’ αυτόν - φυλής. Ήθελαν μια γη κοινή, για όσους είχαν με εκείνους κοινό αίμα! Καμία κατώτερη ύπαρξη. Η λύση; Ο θάνατος!

     Με τον ερχομό των κατακτητών "Στη χρυσή πόλη", όπως αποκαλούσαν συχνά την Πράγα, ο Εβραϊκός πληθυσμός θα περιθωριοποιούταν και θα εξοντωνόταν, μα ήταν νωρίς ακόμη. Με τον καιρό...

     Έστω και κάτω από αυτές τις συνθήκες, η ρουτίνα κυλούσε και οι μέρες περνούσαν. Η Άννα εργαζόταν ως νοσηλεύτρια στο κοντινότερο νοσοκομείο κι εκείνη τη στιγμή, ετοιμαζόταν να πάει ως το παντοπωλείο, για να αγοράσει κάποια απαραίτητα πριν τη δουλειά. Θα μπορούσε να είχε αφήσει τον Άρτουρ στις αδελφές ή την θεία της, αλλά επέλεξε να τον βγάλει έξω για μια μικρή βόλτα. Είχε καταφέρει να αγοράσει ένα μωρουδιακό καροτσάκι με οικονομίες μηνών και αφού τοποθέτησε το μικροσκοπικό αγοράκι μέσα του κίνησε για το παντοπωλείο. Δεν της άρεσε όταν ο δρόμος την οδηγούσε σε μέρη με κόσμο, οπότε προτίμησε να πάει σε αυτό της γειτονιάς της. 

     «Καλημέρα σας.» Ευχήθηκε πρόσχαρη, στην πωλήτρια που ξίνισε το πρόσωπο δίχως να της την ανταποδώσει. Αφού λοιπόν πήρε όσα χρειαζόταν από τα ξύλινα ράφια, πλησίασε τη γυναίκα και ακούμπησε απάνω στον ξύλινο πάγκο τα προϊόντα. «Θα μπορούσατε να μου ζυγίσετε, ένα κιλό αλεύρι;»

     Αυτή ένευσε καταφατικά και έσκυψε να πάρει λίγο αλεύρι, από αυτό που είχαν χύμα ανάμεσα στα λευκά, λινά τσουβάλια, όταν η Άννα χαμογελώντας μειλίχια στράφηκε στο μικρό της που καθόταν ήσυχο στο καροτσάκι παίζοντας με τα μικρά χεράκια του. Ξάφνου το κουδούνι που είχε κρεμάσει στην πόρτα η αχώνευτη μπακάλισσα ήχησε. Τότε αυτή άνοιξε και μέσα μπήκαν δυο άνδρες ένστολοι, που έκαναν την Άννα να παγώσει και να φέρει ο καρότσι με το μωρό κολλητά απάνω της.

     «Guten Morgen!*» Ακούστηκαν δύο βαριές ανδρικές φωνές και από το τζάμι της βιτρίνας, είδε τους δύο Γερμανούς να την κοιτούν και ύστερα να ανταλλάσσουν βλέμματα με νόημα. Ο ένας τότε την πλησίασε και της χαμογέλασε, όσο ο άλλος μιλούσε στη μπακάλισσα.

     «Guten Morgen, meine schöne Fräulein!*» Της είπε αρπάζοντας το χέρι της, μάλλον για να το φιλήσει, μα εκείνη εκνευρισμένη το τράβηξε πίσω απότομα, δίχως όμως να τον κάνει να νιώσει άβολα. «Wie heißen Sie, bitte?*»

Το Άλικο Μονοπάτι (Ολοκληρωμένο)Where stories live. Discover now