Η Κυρία Του Θανάτου (part 1)

130 11 97
                                    

Στη φώτο, η Χίλμα

     «Ο Ρωσικός χειμώνας μοιάζει ένα ατέρμονο βασανιστήριο και αλήθεια, πολλές φορές αναρωτιέμαι. Και στην Γερμανία δεν είναι παγωμένοι οι χειμώνες; Πάντοτε χιονίζει. Το κρύο περονιάζει κι εκεί το δέρμα μας. Θυμάμαι, μικρός όταν ήμουν κυκλοφορούσα με το ποδήλατό μου παντού. Στη γειτονιά, στην αγορά, ακόμη και στο σχολείο. Θυμάμαι χαρακτηριστικά πως τα γόνατά μου μούδιαζαν και κοκκίνιζαν ακόμη και κάτω από τις κάλτσες. Θυμάσαι στο σχολείο; Πάντοτε φορούσαμε αυτές τις τεράστιες κάλτσες τα αγόρια, με την κοντή βερμούδα. Πολλές φορές μας θυμάμαι και γελάω. Αδυνατώ ωστόσο να ανακαλέσω στον νου μου την αίσθηση, έτσι ώστε να συγκρίνω το κρύο μας με αυτό της Ρωσίας, αν και κόβω το κεφάλι μου πως πρώτη φορά βιώνω τέτοιο ψύχος. Και να ήταν το μόνο που είχα ξεχάσει! Όχι. Είναι πολλά εκείνα τα κενά που αφήνει στην μνήμη μου ο χρόνιος αποχωρισμός της πατρίδας. Θέλω τόσο να φύγω από αυτό το κολαστήριο και να επιστρέψω στο σπίτι. Φτάσαμε εδώ το καλοκαίρι του 1941 και ο Φεβρουάριος αυτός, κουβαλά μαζί του τον δεύτερο χρόνο μας στη Σοβιετική ένωση και τον τρίτο από τότε που στάλθηκα για πρώτη φορά στη μάχη. Θυμάσαι; Στη Γαλλία είχα πάει. Δεν ξέρω αν είμαι ο μόνος στον οποίο έχουν ξεχάσει να δώσουν άδεια. Ελπίζω να έρθει η αναθεματισμένη σύντομα. Μου λείπεις αγάπη μου. Θέλω τόσο να σε δω από κοντά και να σκίσω πια αυτά τα ψυχρά γράμματα που κρατούν συντροφιά τις νύχτες που δεν μπορώ να διαλύσω την απόσταση και να σε σφίξω στην αγκαλιά μου.

     Για την ώρα ωστόσο βρίσκομαι λίγο πάνω από τον ποταμό Πόλα, σε ένα σημείο κατά μήκος της βόρειας πλευράς του διαδρόμου στο λοφώδεις έδαφος που ονομάζεται Βαλντάι, όπως μου είπαν. Δεν κατάλαβες ε; Ούτε εγώ! Δεν ξέρω κι εγώ πολλά πολλά για τη Γεωγραφική μας θέση, έχοντας πλήρη άγνοια για τις πόλεις και τα χωριά της Ρωσίας. Μετακινούμαστε συνεχώς εξάλλου. Στην αρχή μας είχαν σε μια άλλη περιοχή. Στο Ουρίσκ. Εκεί περάσαμε τους πρώτους δύσκολους μήνες της πολιορκίας. Ήρθαμε σε επαφή με θερμοκρασίες πρωτόγνωρες. Δεν ήταν λίγοι εκείνοι που δεν άντεξαν και η παγωνιά τους γονάτισε. Ζούσαμε σε υπόγεια καταφύγια και ευτυχώς ήμουν ένας από τους τυχερούς που βρίσκονταν στη μετόπισθεν. Εκεί όλοι έχαιραν περισσότερων ανέσεων, σε σχέση με τους άνδρες της πρώτης γραμμής. Τα δικά τους καταφύγια έμοιαζαν περισσότερο με σκεπασμένα χαρακώματα.

     Μόνο που σκέφτομαι εκείνον τον χώρο ανατριχιάζω. Θα προτιμούσα να πεθάνω από το κρύο παρά να μείνω εκεί μέσα για περισσότερο από ένα λεπτό. Και το δικό μου καταφύγιο φάνταζε πρωτόγονο, μα έστω ήταν αρκετό για να φιλοξενήσει περισσότερα από τέσσερα άτομα. Και έξι ίσως. Εμείς ήμασταν πέντε.

Το Άλικο Μονοπάτι (Ολοκληρωμένο)Where stories live. Discover now