Η Κυρία Του Θανάτου (part 3)

131 11 102
                                    

Το σπίτι του Ιγκόρ, έμοιαζε αρκετά φτωχικό. Φυσικά και θα ήταν, αν σκεπτόταν κανείς πως εκείνος και η οικογένειά του, το χρησιμοποιούσαν για να παραθερίσουν τα καλοκαίρια. Ο Ιγκόρ μαζί με τον μικρό του αδελφό τον Ζόζεφ, γεννήθηκαν και μεγάλωσαν στη Γαλλία, συγκεκριμένα στη Μασσαλία, ωστόσο όταν εκείνος ήταν έξι ετών και ο μικρός του αδελφός τριών, μετακόμισαν μόνιμα σε εκείνο το μικρό φτωχικό σπιτάκι. Ίσα που χωρούσε τα τέσσερα άτομα της οικογένειας. Είχε μονάχα δύο κρεβατοκάμαρες, μία για τους γονείς και μια για τα παιδιά. Το σαλόνι ήταν σχετικά μικρό, με τζάκι και ήταν ενσωματωμένο με την κουζίνα. Δίπλα σε εκείνη τη μικρή μονοκατοικία που ξεχείλιζε μαύρους καπνούς αφήνοντας να διαχυθεί η μυρωδιά του καμένου ξύλου στην ατμόσφαιρα βρισκόταν και το πατρικό του σπίτι.

Σε αντίθεση με το σπίτι του Ιγκόρ, το δικό του ήταν αρκετά μεγάλο με έναν μικρό κήπο. Είχε δύο πατώματα, εκ των οποίων στο ισόγειο βρίσκονταν μια ευρύχωρη κουζίνα και σαλόνι ενώ στον δεύτερο όροφο, οι κρεβατοκάμαρες και το μπάνιο. Κάγχασε. Αποχωρίστηκε αυτό το σπίτι σε ηλικία εννέα σχεδόν ετών και πήγε να ζήσει με τη μητέρα του στο σπίτι της αδελφής του της Νάντια. Αργότερα κατάφεραν να αγοράσουν και δικό του βέβαια, μα ποτέ, ποτέ ξανά δεν επέτρεψαν στο πατρικό του. Με τον πατέρα του είχαν κρατήσει μια καλημέρα μονάχα, η οποία και πάλι βεβιασμένα έβγαινε από τα χείλη του, μα το πάλευε. Δεν θα του άρεσε να πάψει να μιλά στον πατέρα του, ωστόσο αυτά που τους χώριζαν υπερτερούσαν σε σχέση με αυτά που τους ένωναν. Οι αλυσίδα της οικογένειας από τη σκουριά των χρόνων που έμενε να υπομένει τις καταιγίδες είχε σκουριάσει και εν τέλει σπάσει σε χίλια κομμάτια.

Σαν περνούσε απ' έξω και βλέποντάς τον να κλειδώνει την κύρια είσοδο σκέφτηκε πως δεν θα ήθελε να έρθει στην άβολη θέση να του μιλήσει. Έσφιξε λοιπόν το καπέλο στο κεφάλι του και έβαλε τα χέρια στις τσέπες προχωρώντας με το βλέμμα ευθεία μπροστά σκυμμένο στο πυκνό χιόνι. Έφτανε. Δεν τον είδε να περνά. «Ευτυχώς» σκέφτηκε, μα ο ήχος της σιδερένιας καγκελόπορτας σαν άνοιγε τον έκανε να βλασφημήσει. Δεν θα έδινε σημασία. Αυτό ήταν. Ίσως να το καταλάβαινε και να έφευγε μόνος του, μα τουναντίον ένιωθε από τον ήχο των βημάτων που δυνάμωνε κάθε τόσο πως πλησιάζει. Αν επιτάχυνε το βήμα του θα φαινόταν σαν κυνηγημένο νήπιο, έτσι προτίμησε να συνεχίσει να περπατά στον ίδιο ρυθμό.

«Μαξίμ! Μαξίμ!» Η λαχανιασμένη φωνή πίσω του δυνάμωσε και τότε συνειδητοποίησε πως δεν είχε άλλη επιλογή. Θα έπρεπε να του μιλήσει. Είχε εξάλλου, και ευτυχώς για εκείνον, χρόνια να μιλήσει μαζί του.

Το Άλικο Μονοπάτι (Ολοκληρωμένο)Where stories live. Discover now