Στον Δρόμο Για Το Τερεζιν (part 4)

128 10 96
                                    

Το νανούρισμα (παρακάτω)

Με το πρόσωπό του κολλημένο απάνω στο τζάμι, που στην κάθε του ανάσα θόλωνε και ξανακαθάριζε ύστερα, κοιτούσε τις θείες του να πηγαινοέρχονται με φουσκωμένες βαλίτσες στα χέρια τους. Είπαν πως θα μετέφεραν τα πράγματά τους σε κάποιες αποθήκες, ένας Θεός ξέρει πού. Κάπου μακριά, όπου θα ήταν ασφαλείς. Στράφηκε νωχελικά προς το ρολόι. Η ώρα ήταν περασμένη και η απαγόρευση κυκλοφορίας θα ξεκινούσε από στιγμή σε στιγμή. Δεν ήθελε να βρει τις θείες του να πηγαινοέρχονται στον δρόμο, μα θα επέστρεφαν. Δεν θα επέστρεφαν;

Όρθωσε το κορμί του και ακούμπησε το χεράκι του απάνω στο τζάμι για να το δει να αντανακλάται ακριβώς πίσω του, με έναν τρόπο που τον έκανε να απορήσει αν πράγματι κάποιος ήρθε για να ενώσει το χέρι του με το δικό του από την άλλη πλευρά του παραθύρου. Έτσι έμεινε για λίγο να κοιτά τους μικροσκοπικούς κόμπους στην παλάμη του και ύστερα το βλέμμα του πετάρισε για να κοιτάξει την αντανάκλαση του προσώπου του, το οποίο πίσω από την κάλυψη του χεριού, φαινόταν μισό. Σε εκείνο το θολό είδωλο μπορούσε να δει το φεγγάρι να λάμπει μες το γκρίζο των ματιών του και τα κτήρια της Πράγας να αχνοφαίνονται, χιλιάδες μέσα από το κάτοπτρο του κορμιού του. Ξεφύσησε. Ίσως να μην έβλεπε ποτέ ξανά εκείνη την παλιά γειτονιά. Ίσως να μην είχε ποτέ ξανά την ευκαιρία να θαυμάσει την πανσέληνο, πίσω από την προστασία του τσαμιού του, σε εκείνο το σπίτι που έβλεπε ολοκάθαρα μια μεγάλη έκταση της Πράγας. Ίσως να μην επέστρεφαν ποτέ. Ίσως...

Σηκώθηκε και πήγε ως την ξύλινη ντουλάπα του, μέσα σε ένα σπίτι ερημωμένο. Όλα τους τα πράγματα έλλειπαν και πλέον κάθε ήχος, ακόμη και ο ήχος του γυμνού πέλματος απάνω στο λείο πλακάκι μεγεθυνόταν στα αυτιά του δημιουργώντας μια παράξενη, απαλή αντήχηση στα τοιχώματα. Το τρίξιμο της ντουλάπας, σαν το φύλλο της άνοιγε και αποκάλυπτε την εσωτερική της γύμνια ήταν ανατριχιαστικό. Με τα μάτια του έγλειψε κάθε σκλήθρα, σαν να ένιωθε πως θα του έλειπε αυτός ο μικρός παιδότοπος. Το καταφύγιο αυτό που τον φιλοξένησε χρόνια. Πήρε μια τζούρα από τη μυρωδιά του ξύλου, μια τζούρα από τη μυρωδιά του σπιτιού αυτού, που μύριζε λύπη και χαρά και απόγνωση και μέσα του μπορούσε να διακρίνει τη μυρωδιά αυτή που είχαν τα δάκρυα, όταν εκείνα έπεφταν απάνω στο ξύλο της ντουλάπας, λες και ήταν σημαδεμένα με μελάνι. Και να τα! Σκαρφάλωναν τώρα στα μάτια του.

Κοίταξε για λίγο την κρεβατοκάμαρα μέσα στην οποία κοιμόταν αγκαλιά με τη Θεία Γιαέλ κι εκείνη του εξιστορούσε μύθους και θρύλους. Παραμύθια που τον συντρόφευαν τις κρύες νύχτες του χειμώνα όταν κρύωνε και τραγούδια που σαν τα θυμόταν, ζέσταιναν την καρδιά του.

Το Άλικο Μονοπάτι (Ολοκληρωμένο)Where stories live. Discover now