Κλεμμένη Ευτυχία (part 1)

31 6 30
                                    

___________________________________________

ΑΠΟ ΑΥΤΌ ΤΟ ΣΗΜΕΊΟ ΚΑΙ ΣΤΟ ΕΞΉΣ ΘΑ ΑΝΕΒΟΥΝ ΝΕΑ ΚΕΦΆΛΑΙΑ ΠΟΥ ΘΑ ΜΠΟΡΈΣΟΥΝ ΝΑ ΣΥΝΕΧΊΣΟΥΝ ΚΑΙ ΌΣΟΙ ΕΊΧΑΝ ΑΚΟΛΟΥΘΉΣΕΙ ΤΟ ΒΙΒΛΊΟ ΕΝΩ ΑΝΈΒΑΙΝΕ ΠΑΛΑΙΟΤΕΡΑ.

___________________________________________

    Κοίταξε γύρω της. Η ματιά της ήταν διεισδυτική μιας και καραδοκούσε τη στιγμή που θα έκανε την εμφάνιση της μια άλλη ύποπτη φιγούρα. Εντούτοις, το μόνο που θα μπορούσε να αντικρίσει μέσα σε εκείνη την σκοταδερή αιματοβαμμένη πλάση ήταν απέραντες εκτάσεις χιονιού που σιγοέλιωνε κάτω από τις λεπτές, θαμπές ηλιαχτίδες. Το μόνο που μπορούσε να ακούσει ήταν ο αποπνικτικός ήχος της ησυχίας. Της νέκρας! Και τέλος την φύση να τραγουδά πένθιμα. Όλοι οι σύντροφοί της ήταν πια νεκροί και εκείνον τον ένα και μοναδικό επιζώντα τον έχασε από το οπτικό της πεδίο. Τον είδε να κατρακυλά στον γκρεμό, σαν μια άψυχη μάζα, όμοιος νεκρός. Πιθανότατα κι εκείνος σκοτώθηκε όπως όλοι τους.

     Με μάτια τα οποία σαν αδειανά κρύσταλλα κοιτούσαν το γλαυκό χιόνι, απομακρύνθηκε από το στόχαστρο. Το χέρι της ωστόσο παρέμεινε κολλημένο στο όπλο. Αδυνατούσε να το αφήσει και στην πραγματικότητα το φοβόταν. Δεν μπορούσε να δει κανένα άλλο σημάδι του εχθρού όμως. Ίσως όντως να είχαν πάει μόνοι τους.

     Τα λεπτά, ξερακιανά πόδια της βυθίστηκαν στην παχιά επίστρωση του χιονιού, η οποία και σε κάθε βήμα έμοιαζε να αραιώνει. Τα ξερόκλαδα των δέντρων, λεπτά καθώς ήταν, αργοσάλευαν στην διάθεση του παγωμένου αέρα που γλίστρησε αργά στη ραχοκοκαλιά της. Μέσα της έδωσε μια σύντομη μάχη. Θα έπρεπε άραγε να κατέβει ως τον παγωμένο τόπο, όπου οι σύντροφοί της άφησαν την στερνή τους ανάσα, ή να φύγει μακριά;

       Εγωιστικό, μα η ασφαλέστερη λύση. Γύρισε την πλάτη της και έφυγε. Χάθηκε στο δάσος, μα τον προορισμό τον γνώριζε καλά. Η ρημαγμένη της πόλη, αυτή η γεμάτη στάχτες και ζωές χαμένες πόλη. Όνειρα που πια ρίζωσαν στο χώμα, κρυμμένα από το φως. Όνειρα και αισθήματα, λέξεις και φωνές, λυγμοί που πάλευαν να βρουν ένα μικρό παραθυράκι διαφυγής. Φρικτός ο πόλεμος όμως, τα πνίγει. Πνίγει τις φωνές και τα δάκρυα κάτω από ιαχές, μπαρούτι και θρήνο.

    Τα δέντρα την έκρυβαν στα σπλάχνα τους, ώσπου πια βρέθηκε να περπατά στην πόλη. Ώσπου μακριά από την κάλυψη του δάσους, το σώμα της βρέθηκε εκτεθειμένο. Οι δρόμοι ήταν άδειοι, μα κι όμως στο δικό της μυαλό στροβίλιζαν εικόνες αλλιώτικες. Άκουγε ακόμη γέλια και γλυκές παιδικές φωνές να τρυπώνουν στα αφτιά της σαν περνούσε από εκείνη την γειτονιά. Ένιωθε τον άνεμο να περνά σαν χάδι μέσα από τα μαύρα της μαλλιά και να θωπεύει το κορμί της, όπως τότε. Και μέσα της απορούσε. Απορούσε πως είναι δυνατόν τα χρόνια να κυλούν σαν νερό και οι στιγμές να φεύγουν, να σβήνουν και να χάνονται στον χρόνο. Σε μια ριπή των ματιών της, είδε τον εαυτό της να γελά, εμπρός τα σκαλιά του παλιού της σπιτιού. Είδε ξανά τους φίλους που αγαπούσε, σαν όραμα, να κάθονται εκεί και σε ένα δευτερόλεπτο, να λείπουν και πάλι. Είδε εκείνον… ζωντανό, νέο, να στέκει με ένα χαμόγελο στα χείλη του. Ύστερα η εικόνα διαλύθηκε και στο νου της γύρισε αυτή η καταραμένη στιγμή που στοίχειωνε τον ύπνο της,

Το Άλικο Μονοπάτι (Ολοκληρωμένο)Where stories live. Discover now