Το Γράμμα (part 2)

125 11 50
                                    

"Η συμφωνία του Λένινγκραντ"

Μπορεί η συμφωνία να οργανώθηκε για προπαγανδιστικούς σκοπούς που ήθελαν την πολιτιστική ζωή του Λένινγκραντ άθικτη, μα αν και θιγμένη έμοιαζε να ξαναγεννήθηκε σαν φοίνικας.

Ο Μαξίμ, πίσω από την αυλαία με το ελάχιστο μελιχρό φως πήρε την απόφαση να τραβήξει την κουρτίνα ελάχιστα, ώστε το καστανό χρώμα του ματιού του να αντικατοπτρίσει μέσα του μια εικόνα ενός κοινού γεμάτου προσμονή. Καιρό είχε να αντικρίσει μια τέτοια εικόνα. Δεν ήξερε αν έπρεπε να χαρεί η να λυπηθεί που με το ερχόμενο εωθινό τα πρόσωπα αυτά και πάλι θα τα 'ζωνε κατήφεια.

Λίγο πριν ανοίξει η αυλαία, έμεινε εμπρός στο πιάνο του να παρατηρεί ανάμεσα στους βιολιστές μια φιγούρα που οπουδήποτε θα ξεχώριζε. Τα όμορφα σγουρά μαλλιά της δεν έπεφταν όπως άλλοτε μπερδεμένα και ανάκατα στους ώμους της. Τώρα ήταν πιασμένα ανάλαφρα σε έναν χαμηλό κότσο, με μερικά φυτράκια να προεξέχουν ελεύθερα πλάι στο μέτωπό της. παρατήρησε απάνω του ένα χρυσό χτενάκι, με τρία πράσινα λουλούδια που θυμόταν πως κάποτε άνηκε στη μητέρα της. Φορούσε όπως και οι υπόλοιπες γυναίκες ένα λευκό πουκάμισο και μαύρη φούστα, όμως ο τρόπος που μιλούσε, που στεκόταν ως και ο τρόπος που κουνούσε τα χέρια της όταν μιλούσε, στα μάτια του την έκανε να ξεχωρίζει. Είχε άλλη χάρη και κοιτάζοντάς τη το χαμόγελο στα χείλη του δεν έλεγε να σβήσει.

Εκείνη την ημέρα του Αυγούστου, συμπλήρωναν στη σχέση τους το πρώτο μισό μετά τον τρίτο μήνα και όδευαν προς τον τέταρτο. Τίποτε σχεδόν. Την γνώριζε τόσο λίγο κι όμως ήταν αρκετό, σε μια εποχή που η επόμενη μέρα έμοιαζε απρόβλεπτη. Δεν μετάνιωνε λοιπόν τη βιασύνη, γιατί το ζύγι έγερνε προς το μαύρο. Τον θάνατο που ελλόχευε γύρω από το Λένινγκραντ. Ζούσε λοιπόν στο έπακρο και σε αυτόν τον έρωτα άρπαζε κάθε ευκαιρία να επενδύσει. Έστω ένα σ' αγαπώ. Τόσο ωμό και αστόλιστο από λόγια μα της το έλεγε κάθε φορά αντί για αντίο. Γιατί ποτέ δεν ξέρεις πότε θα είναι η τελευταία φορά που θα δεις έναν άνθρωπο. Μαζί της, ζούσε το όνειρο. Κάθε μέρα χάδευε τα μαλλιά της και όπως την έβλεπε να κοιμάται γαλήνια μες τα λευκά σεντόνια, ευχόταν να μην το πνίξει κι αυτό το όνειρο το πηχτό σκοτάδι. Να μην του πάρει κανείς την ευτυχία εκείνη, που έλαμπε στην ψυχή του σαν θησαυρός, σαν τον ήλιο του χρυσαφιού ηλιοβασιλέματος, που λουζόταν εμπρός στους καλαμιώνες της Λάτογκα την ημέρα που οι δυο τους έτρεχαν σαν παιδιά μέσα στα παγωμένα της νερά, αφήνοντας για λίγο τον θάνατο, τη σκοτούρα και τη μαύρη κόλαση της πόλης. Την ημέρα εκείνη που το φεγγάρι και τα αστέρια βούτηξαν στη λίμνη την κατάμαυρη να δροσιστούν, με εκείνους γυμνούς αγκαλιά να το παρατηρούν.

Το Άλικο Μονοπάτι (Ολοκληρωμένο)Where stories live. Discover now