Όλα βαίνουν καλώς εναντίον μας (part 2)

22 6 9
                                    

Τι άραγε ήταν αυτό; Συχνά πυκνά άκουγε ανθρώπους να το αναφέρουν αυτό το μέρος. Σαν παιδί δεν γνώριζε πολλά, όπως όμως και οι ενήλικες. Έκαναν όμως αυτό που τους ζητήθηκε. Μάζεψαν τα απαραίτητα και εγκατέλειψαν το διαμέρισμά τους, στον δρόμο για το άγνωστο. Περίμεναν ατελείωτες ώρες οι τρεις τους και πολλοί ακόμη σε έναν ανοιχτό χώρο, ως το απόγευμα που έφτασε το τρένο. Βαγόνια μεταφοράς ζώων. Σε αυτά θα επιβιβάζονταν οι κρατούμενοι. Δεν υπήρχε τρόπος διαφυγής. Τα μέλη της Εβραϊκής αστυνομίας, είχαν δημιουργήσει το δικό τους φράγμα, ώστε κανείς να μην ξεφύγει και τα μέλη των Ες Ες, έσπρωχναν με τη βία τους ανθρώπους στα βαγόνια.

«Μην φοβάσαι Άρτι.» Του είπε η θεία του η Γιαέλ, όταν εκείνος της έσφιξε το χέρι, στον δρόμο για το βαγόνι. «Όλα θα πάνε καλά.»

Δεν γνώριζε ωστόσο πως αυτό δεν θα ίσχυε. Η Γιαέλ κρατούσε σφιχτά το χέρι του μικρού και με πόδια που έτρεμαν, προσπαθούσε να τον κατευθύνει παραμένοντας ταυτόχρονα ψύχραιμη. Δεν πρόσεξε την αδελφή της που έλειπε, μα ήταν αυτό το δυνατό δέσιμο των διδύμων, που της χτύπησε το καμπανάκι. Ένιωσε την απουσία της και το άγχος την κυρίεψε. Τραβολογώντας το μικρό αγοράκι από δω κι εκεί, προσπαθούσε να την εντοπίσει, μα μάταιο. Ο κόσμος ήταν πολλής και ο χρόνος λίγος.

«Θεία! Να την! Να την, εκεί! Σε χαιρετά!» Είπε ο μικρός με βραχνή φωνή, δείχνοντας με το χεράκι του τη Σοφία που απάνω στο βαγόνι, ίσα που φαινόταν.

«Σοφία!» Φώναξε και άρχισε να τρέχει προς το μέρος της με λαχτάρα. Είχε φοβηθεί για λίγο πως θα την έχανε, μα έκανε λάθος. Δεν ήταν η μοίρα της Σοφίας να χαθεί εκείνη τη μέρα.

Απάνω στον πανικό της και συνεχίζοντας να τρέχει με τον μικρό στο χέρι της, δεν παρατήρησε μια βαλίτσα, πεταμένη στο χώμα. Το πόδι της, συγκρούστηκε μαζί της και αυτή, μαζί με το αγοράκι που κρατούσε, σωριάστηκαν στο έδαφος. Εκείνο κατρακύλησε στα αριστερά. Ήταν τυχερό, σε σχέση με τη θεία του, που είχε την ατυχία να πέσει στα πόδια ενός φρουρού. Το τελευταίο πράγμα που είδε, πριν η σφαίρα καρφωθεί ευθεία στο κεφάλι της ήταν τα γκριζογάλανα μάτια του μικρού της ανιψιού να την κοιτούν αβοήθητα και σαν απόηχος από έναν άλλο κόσμο, τη φωνή της Σοφίας να καλεί το όνομά της. Τίποτα δεν ένιωσε, παρά έναν οξύ πόνο στον κρόταφο και ύστερα σκοτάδι.

Ο Άρτουρ, βλέποντας τη θεία του να κείτεται, με ένα ερυθρό ρυάκι να ρέει από το κεφάλι της και τον δολοφόνο να προχωρά στον δρόμο του, σαν μόλις να είχε πατήσει έντομο, ετοιμάστηκε να ουρλιάξει. Σκέφτηκε τη θεία του! Τη θεία του, τη Σοφία, που λάτρευε την δίδυμή της και από μακριά την είδε να ξεψυχά, δίχως να μπορεί να τρέξει κοντά της. Το βλέμμα του έπεσε απάνω στο βαγόνι για να δει τη θεία του να κλαίει και να ουρλιάζει.

Το Άλικο Μονοπάτι (Ολοκληρωμένο)Where stories live. Discover now