Η Κυρία Του Θανάτου (part 2)

88 10 72
                                    

Όχι πολύ μακριά από τις όχθες του ποταμού Νέβα, βρισκόταν ένα παλιό εκκλησάκι. Δεν ήταν πολύ μικρότερο από ένα συνηθισμένο δωμάτιο, μα σίγουρα αρκετά μικρό. Ίσα δηλαδή που χωρούσε εως τρία-τέσσερα άτομα μέσα του. Ήταν απλό εξωτερικά και το στόλιζαν τέσσερα μικρά παραθυράκια με πολύχρωμα τζάμια ενώ στην κορυφή του, αν κοιτούσε κανείς θα έβλεπε μια εξίσου μικροσκοπική καμπάνα που δεν έμοιαζε με αυτές τις τεράστιες που φυλούσαν στα καμπαναριά οι εκκλησίες, μα ήταν χρυσή με ελάχιστα ψεγάδια, στο ακριβώς σωστό μέγεθος έτσι ώστε να δημιουργεί μια αίσθηση αρμονίας σαν το κοιτούσε κανείς ολόκληρο. Φυσικά δεν έλειπε ο σταυρός που φώτιζε στο προσκέφαλο της εκκλησίας περήφανος και ατρόμητος.

Στο εσωτερικό της δεν είχε παρά μόνο μανουάλια, ακριβώς δεξιά από την είσοδο, ώστε οι πιστοί να μπορούν να τοποθετούν τα κεριά τους και πολλές πολλές εικόνες αγίων τριγύρω. Ακριβώς απέναντι, μερικά βήματα μακριά από την είσοδο ερχόταν κανείς αντιμέτωπος με την εικόνα του Μυστικού Δείπνου πάνω από την Ωραία Πύλη, στα δεξιά της οποίας βρισκόταν εικόνες του Ιησού Χριστού, του Ιωάννη του Προδρόμου και η εικόνα του ενός εκ των δύο αρχαγγέλων, Μιχαήλ και Γαβριήλ και στα αριστερά, δύο διαδοχικές εικόνες της Παναγίας που προηγούνταν την εικόνα του άλλου αρχαγγέλου. Αυτό μαρτυρούσε πως η εκκλησία ήταν αφιερωμένη στην Παναγία.

Βρισκόταν στην αυλή του σπιτιού, του πατέρα Ιακώβ, απάνω σε ένα ανηφορικό ύψωμα, με μπόλικο πράσινο το οποίο όμως έκρυβε το παχύ χιόνι και μια παλιά γέρικη ιτιά που έριχνε τα φύλλα της, σαν μακριά μαλλιά γύρω από την εκκλησία. Έμοιαζε να την προστάτευε, μα ποτέ δεν την έκρυβε. Αν η θερμοκρασία δεν ήταν τόσο χαμηλή θα μπορούσε κανείς να ακούσει και το κελάρυσμα που έκανε το νερό του τεχνητού ρυακιού σαν κυλούσε κατά μήκος του υψώματος και κατέληγε σε μια πέτρινη λιμνούλα πλάι στην εκκλησίτσα. Όταν ήταν μικρός λάτρευε να βρέχει τα χέρια του εκεί μέσα, να κοιτά τους μικρούς γυρίνους που αναπτύσσονταν μέσα της και να παρατηρεί τους άλλους, που πια ολόκληροι βάτραχοι χοροπηδούσαν από δω κι εκεί μες τα λουλούδια της αυλής του Πάτερ Ιακώβ. Τους κυνηγούσε πολλές φορές μαζί με τον αδελφό του όταν βαριόταν να στέκεται όρθιος και να ακούει τη λειτουργία. Κοιτάζονταν μεταξύ τους με ένα βλέμμα συνωμοτικό και με τρόπο ξεγλιστρούσαν από την μικρή αυλίτσα τρέχοντας στο πίσω μέρος της για να παίξουν. Φυσικά πάντοτε η μητέρα τους, τους έβρισκε και τους τραβούσε από το τσουλούφι ξανά στη θέση τους. Τότε ο Βίκτορ ντρεπόταν και δεν τολμούσε να φύγει ξανά. Αυτός ωστόσο δεν πτοούταν.

Το Άλικο Μονοπάτι (Ολοκληρωμένο)Where stories live. Discover now