Στην Πρώτη Ανάσα Του Φθινοπώρου (part 2)

245 27 160
                                    

Στη φώτο η Άννα

Δεν μπορούσε να φανταστεί έναν μήνα πριν, πως στιγμές όπως εκείνες, ανέμελες, θα φάνταζαν πλέον τόσο μακρινές. Είχαν περάσει αρκετές εβδομάδες. Πια δεν υπήρχε αμφιβολία. Έπρεπε να αποδεχτεί πως σε λίγο καιρό, που διόλου αργά θα περνούσε, θα γινόταν το θαύμα. Θα έφερνε στον κόσμο ένα παιδάκι και η ίδια θα λεγόταν πια μητέρα. Η Άννα άφησε ένα ελαφρύ χαμόγελο να σχηματιστεί στα χείλη της, ταυτόχρονα που ένα καυτό δάκρυ έτρεξε αυλακώνοντας τα αναψοκοκκινισμένα, μάγουλά της.

Της ήταν εξαιρετικά δύσκολο, το να κατανοήσει, πως τελικά ένιωθε. Η θέση της ήταν λεπτή, μα δεν ήθελε να εγκαταλείψει το μωρό που θα έφερνε στον κόσμο, όπως θα την συμβούλευε η μητέρα της, όταν μάθαινε. Ήξερε τις επιπτώσεις του να γεννήσει μια γυναίκα, ένα μωρό εκτός γάμου, όσον αφορά τη στάση της κοινωνίας, μα ούτε να φανταστεί δεν την άφηνε η ευαισθησία της, πως θα ήταν να αφήσει το σπλάχνο της σε μιας άλλης μάνας τα χέρια, ή ακόμη χειρότερα, στου ίδιου του χάρου, πριν προλάβει να αντικρίσει το φως της ημέρας. Ας την έδειχναν με το δάχτυλο λοιπόν.

«Δεν μπορώ να κάνω τέτοιο πράγμα Σοφία.» Δήλωσε κατηγορηματικά απέναντι στην μία από τις δίδυμες αδελφές της, την ημέρα που τους ανακοίνωσε τα νέα. Την κοιτούσε έντρομη μα βέβαιη, με τα μαλλιά της, σκουρόξανθα, κολλημένα στο μέτωπο, που έσταζε ιδρώτα.

«Και τι θες να κάνεις, μου λες;» Της φώναξε. «Ο πατέρας θα σε σκοτώσει.»

«Τι θέλεις δηλαδή να κάνω; Να στείλω ένα ακόμη αθώο μωρό στον άλλο κόσμο;» Αντέτεινε με βαρύ πείσμα, έξαλλη. «Όχι Σοφία. Το θέλω! Είμαι βέβαιη. Δεν έχω μετανιώσει για τίποτα. Ούτε για το πρώτο βλέμμα, ούτε το πρώτο γέλιο, ή το πρώτο φιλί.» Η Σοφία είδε την αδελφή της να σταματά παίρνοντας μια βαθιά ανάσα, που της κόστισε ένα δάκρυ. «Ούτε για την πρώτη μας φορά μετανιώνω. Ήξερα πως ήθελα όσο τίποτε να τη μοιραστώ μαζί του κι ας μου κόστισε.» Συμπλήρωσε, χαδεύοντας απαλά την επίπεδη για την ώρα, κοιλιά της.

Φυσικά εννοούσε το έμβρυο, που είχε εμφυτευτεί στη μήτρα της και κάθε μέρα μεγάλωνε κι από λίγο, ώσπου, εννέα μήνες αργότερα, το μικρό αυτό σποράκι, είχε μετατραπεί, σε ένα υγιέστατο μωρό, που η Άννα, έφερε στον κόσμο, μια παγωμένη νύχτα της εκπνοής του Οκτώβρη.

Όλους τους μήνες της εγκυμοσύνης τους πέρασε στο σπίτι της θείας της, που όντας μόνη, χήρα δίχως παιδιά, με χαρά δέχτηκε να τις φιλοξενήσει. Ούτε οι αδελφές της γύρισαν στη Ρωσία. Ήταν και οι δυο τους, τρομερά εκνευρισμένες με τους γονείς τους. Ο πατέρας τους, ύστερα από την ανακοίνωση της εγκυμοσύνης της, απαγόρευσε στην αδελφή τους να επιστρέψει και η μητέρα τους σαν άβουλο ον, δεν επέμβηκε. Με αυτόν τον τρόπο όμως δεν έχασαν μονάχα μια κόρη. Έχασαν τρεις.

Το Άλικο Μονοπάτι (Ολοκληρωμένο)Where stories live. Discover now