Στον Δρόμο Για Το Τερεζίν (part 2)

80 12 38
                                    

Το κορμί του γλίστρησε εκ νέου πίσω από τον κάδο και ακούμπησε το σώμα του στον τοίχο. Κοίταξε με μια γρήγορη ματιά το μονοπάτι πίσω του και χάνοντας πια από τα μάτια του την αρχή, μέσα στη ζοφερή αίσθηση του κενού, συνειδητοποίησε πως είχε απομακρυνθεί περισσότερο από όσο έπρεπε ή έστω από όσο η Γιαέλ θα του επέτρεπε. Το μόνο που μπορούσε να διακρίνει να ανοίγεται, ήταν ένα αχανές, πλακόστρωτο δρομάκι που έκρυβαν στη σκιά τους τα γραφικά κτήρια της Πράγας. Ξεροκατάπιε λοιπόν και κοίταξε για ακόμη μια φορά τα μικρά χαλίκια στο έδαφος.

Μια γυναίκα πέρασε από μπροστά του μα δεν παρατήρησε το αναψοκοκκινισμένο πρόσωπό του. Κρατούσε ανάμεσα στα χέρια της ένα εισιτήριο, πιθανότατα για τον κινηματογράφο. Φαινόταν πολύ ενθουσιασμένη! Γελούσε! Σε αντίθεση με τον Άρτουρ ο οποίος έκανε μια υπεράνθρωπη προσπάθεια να συγκρατήσει τα δάκρυα φυλακισμένα στα τείχη των κόκκινων ματιών του. Πως το έκανε αυτό; Γιατί; Πόσο χαζός ήταν; Και τώρα; Πως ανάθεμα θα έβρισκε ξανά τη Γιαέλ; Αν ξεχνούσε τον δρόμο; Θα μπορούσε να βγει και να ζητήσει βοήθεια μα δεν μιλούσε καλά Τσέχικα. Σχεδόν καθόλου μάλλον. Και ποιον να ρωτούσε στα Γερμανικά; Αν οι Γερμανοί έβλεπαν το αστέρι στο στήθος του πιθανότατα θα τον σκότωναν ή στην καλύτερη περίπτωση θα έφευγε μελανιασμένος ξανά για το γκέτο. Και δεν ήθελε. Όχι πριν επιστρέψει πίσω σε εκείνη την κακόμοιρη κυρία την τσάντα της.

Με την καρδιά του να βροντοχτυπά, στερεώθηκε στα χέρια του και σηκώθηκε στα γόνατα για να κοιτάξει ξανά απέναντι. Η ίδια εικόνα ανοίχτηκε όμως ξανά στον ορίζοντά του. Κυρίες που περπατούσαν φορτωμένες με ψώνια, αγόρια που έτρεχαν στην πλατεία παίζοντας ποδόσφαιρο, γονείς και παιδιά... Γονείς! Πως θα ήταν άραγε να έχει κανείς μια ολοκληρωμένη οικογένεια; Αυτή η μύχια σκέψη ήρθε για να θολώσει λίγο τον νου του. Πως θα ήταν άραγε να είχε Μαμά και Μπαμπά ενωμένους, που θα τον αγαπούσαν και θα τον φρόντιζαν όπως ο Κύριος και η Κυρία στον δρόμο, που κρατώντας τα χέρια του παιδιού τους, σε κάθε τους βήμα, το σήκωναν ψηλά και γλιστρούσε στον αέρα σαν να έκανε κούνια δίχως την κούνια. Μονάχα με τα χέρια των γονιών του. Τα ματάκια του έκλεισαν και κρύφτηκαν κάτω από την μαύρη τραγιάσκα. Δεν θα μπορούσε ποτέ να νιώσει τη χαρά αυτού του παιδιού, που μες τη μαύρη σαπίλα του πολέμου χαιρόταν αυτή τη μικρή στάλα ευλογίας η οποία στα μάτια τα δικά του έμοιαζε αρκετή για να γεμίσει τον ωκεανό και στα φουσκωμένα του κύματα να τον συνεπάρει. Η μητέρα του ήταν νεκρή και το μόνο που είχε μείνει να τη θυμίζει, ήταν ένα μικρό καφετί αρκουδάκι που κρεμόταν άψυχο στην τσέπη της βερμούδας του. Το μοναδικό παιχνίδι που του είχε μείνει. Ο πατέρας του από την άλλη... Ποτέ δεν μιλούσαν για αυτόν. Ούτε το όνομά του δεν γνώριζε, μιας και ποτέ δεν τον ανέφεραν όσο κι αν ήθελε το παιδί να ξέρει.

Το Άλικο Μονοπάτι (Ολοκληρωμένο)Where stories live. Discover now