Πρόλογος

3.1K 159 41
                                    

Ορέλια.

"Πάω στην πόλη γιαγιά." φώναξα από την πόρτα στην γιαγιά μου. Είχα ανάγκη από καφέ και ένα καλό βιβλίο.

"Εντάξει να προσέχεις." απάντησε εκείνη από την κουζίνα. Μπήκα στο αυτοκίνητό μας και άρχισα να οδηγώ προς την πόλη. Ζούμε αρκετά απομονωμένες από τους υπόλοιπους ανθρώπους αλλά μας αρέσει έτσι. Είναι ήσυχα και δεν μας ενοχλεί κανένας. Μένω μαζί με την γιαγιά μου από τότε που με εγκατέλειψαν οι γονείς μου και την αγαπώ όσο κανέναν άλλον στον κόσμο.

Μετά από περίπου μισή ώρα έφτασα στην πόλη και πάρκαρα το αμάξι. Έβγαλα από την τσάντα μου τα γυαλιά ηλίου και τα έβαλα, παρόλο που βρέχει καταρρακτωδώς, όμως ο κόσμος δεν έχει ιδιαίτερα θετικές αντιδράσεις με το χρώμα των ματιών μου.

Βλέπετε, στην οικογένειά μου μοιραζόμαστε τα ίδια μωβ μάτια για κάποιο παράλογο λόγο. Η γιαγιά μου έχει μωβ μάτια και μου είπε οτι η μητέρα μου είχε επίσης. Μου είπε πως είναι κάποια γενετική ανωμαλία που περνάει από γενιά σε γενιά και ειλικρινά μου αρέσουν τα μάτια μου, απλά ο κόσμος γίνεται κακός με το διαφορετικό.

Και για να γλυτώσω όλα τα άσχημα σχόλια αναγκάστηκα να κάνω μαθήματα στο σπίτι. Είχε και τα καλά του. Τελείωσα πολύ πιο γρήγορα και απλά περιμένω να με δεχτούν στα Πανεπιστήμια που έστειλα αιτήσεις.

Έστρωσα το μαύρο φόρεμα που φορούσα και κούμπωσα το μαύρο παλτό μου. Τι να πω; Μου αρέσει το μαύρο. Βγήκα από το όχημα και αμέσως ένιωσα αναζωγονημένη από τον παγωμένο αέρα και την βροχή. Έβαλα την κουκούλα και μπήκα στην αγαπημένη μου καφετέρια.

"Γειά σου Ορελια." είπε ο Μπεν. Είναι ο ιδιοκτήτης της μικρής καφετέριας και είναι απλά ο πιο γλυκός άνθρωπος στον κόσμο. Είναι 65 χρόνων και τον θυμάμαι από μικρή να με προστατεύει από όλα τα παιδιά που με κορόιδευαν.

"Γειά σου Μπεν, τι κάνεις;" τον ρώτησα και του χαμογέλασα.

"Τώρα που βλέπω το αγαπημένο μου μαγισσακι είμαι πολύ καλύτερα." είπε και γέλασα. Οι κάτοικοι της πόλης είναι προκατειλημμένοι σε μεγάλο βαθμό και πιστεύουν οτι η γιαγιά μου και κατ' επέκταση εγώ είμαστε μάγισσες. Γελοίο το ξέρω. Δεν υπάρχουν μάγισσες. "Εσύ πώς είσαι; Η γιαγιά σου;"

"Μία χαρά και εγώ και η γιαγιά." είπα.

"Χαίρομαι που το ακούω. Να σου βάλω το συνηθισμένο;" ρώτησε και έγνεψα. Κάνει το καλύτερο latte με κανέλα και βανίλια. Γύρισε μερικά λεπτά αργότερα με ένα ποτήρι αχνιστό καφέ και ένα κουτί.

The Forgotten MagicWhere stories live. Discover now