Κεφάλαιο 39

687 63 32
                                    

Ορέλια.

«Ορέλια σήκω. Θα αργήσεις.» δεν έδωσα σημασία και άλλαξα πλευρό. Για μισό. Πώς άλλαξα πλευρό στην καρέκλα; Στην καλύτερη θα έπρεπε να μείνω στην ίδια θέση και στη χειρότερη να έπεφτα στο πάτωμα. Άνοιξα το ένα μάτι και, όντως, δεν ήμουν στην καρέκλα, αλλά στο κρεβάτι. Πετάχτηκα όρθια και ο Δαρείος καθόταν στην άκρη του κρεβατιού. Η στάση του ήταν αυτή που είχε πάντα: πλάτη ίσια, ώμοι ευθείς και εξέπεμπε δύναμη. Δεν καταλάβαινες ότι πριν από μερικές ώρες πήγε να πεθάνει. Το μόνο κάπως διαφορετικό ήταν τα μάτια του. Φαίνονταν κάπως... σκοτεινά.

«Ξύπνησες!» είπα έκπληκτη.

«Δεν θα με ξεφορτωθείς τόσο εύκολα. Πέρασε και ο Άδης πριν λίγο.» είπε χαμογελαστός. Σηκώθηκα και τον αγκάλιασα σφιχτά. Με έσφιξε και εκείνος, αλλά ήταν διαφορετική αγκαλιά από τις υπόλοιπες που είχαμε μοιραστεί. Αυτή έκρυβε φόβο, ανησυχία και ανακούφιση.

«Χαίρομαι πάρα πολύ που δεν θα σε ξεφορτωθώ τόσο εύκολα.» είπα και γέλασε.

«Σε ευχαριστώ που με έσωσες. Το αντίθετο θα έπρεπε να έχει γίνει, αλλά το σημαντικό είναι ότι εσύ δεν έπαθες τίποτα.» είπε.

«Το σημαντικό είναι ότι είσαι καλά Δαρείε!» είπα τσαντισμένη. Δεν καταλαβαίνω πως μπορεί να πιστεύει ότι η ζωή του είναι λιγότερο σημαντική από τη δική μου!

«Δεν θα ξανακάνω αυτή την κουβέντα μαζί σου Ορέλια. Και σήκω! Σε μισή ώρα αρχίζει το πρωινό.» είπε και έτρεξα στην τουαλέτα. Έκανα στα γρήγορα ένα μπάνιο και ετοιμάστηκα. Βγήκα από το μπάνιο και ο Δαρείος στεκόταν μπροστά από τον καθρέφτη στη ντουλάπα μου. Κοιτούσε τόσο έντονα τον εαυτό του, σαν να προσπαθούσε να του πει κάτι. Το βλέμμα του δεν ήταν αυτό που περίμενες να έχει κάποιος ενώ κοιτούσε το είδωλό του. Φώναζε μίσος, οργή, απέχθεια. Δεν με είχε καταλάβει ότι είχα βγει, ήταν τόσο απορροφημένος. Έσφιξε τη μπουνιά του και έριξε το χέρι του με δύναμη στον καθρέφτη. Ένιωσα σαν να έσκισαν το δέρμα μου εκατοντάδες κομμάτια γυαλιού, όπως και μάλλον έγινε.

«Τι κάνεις;» φώναξα και γύρισε απότομα. Κοίταξε τις ματωμένες αρθρώσεις του και μετά εμένα.

«Δεν... δεν ξέρω. Νόμιζα ότι είδα...» είπε διστακτικά και στράφηκε προς τον σπασμένο καθρέφτη. Κούνησε το κεφάλι του σαν να ήθελε να διώξει μια κακή σκέψη. Μουρμούρισε ένα ξόρκι γιατρειάς και αμέσως η πληγή έκλεισε.

«Πάμε θα αργήσεις.» είπε, με τράβηξε από το μπράτσο και βγήκαμε από το δωμάτιο.

«Περίμενε!» είπα και προσπάθησα να τον σταματήσω αλλά δεν μου έδωσε σημασία. Δεν ξέρω πως δεν σκοτωθήκαμε όταν κατεβαίναμε τις σκάλες. «Δαρείε σταμάτα να με τραβάς!» είπα απότομα. «Δεν θες να συζητήσουμε τι έγινε;» σταμάτησε μπροστά στην τραπεζαρία και με κοίταξε.

The Forgotten MagicWhere stories live. Discover now