Κεφάλαιο 23

801 94 31
                                    

Ορέλια.

Επιτέλους ξύπνησα μόνη μου, μετά από καιρό. Σηκώθηκα προσεκτικά, γιατί μαζί μου κοιμούνταν η Τζούνια και η Ζενεβίβ. Ο Τζάντα και ο Λόρκαν κοιμούνταν στον ξενώνα, ο Μπράξτον και ο Κάελ σε δύο ράντζα στον διάδρομο και ο Δαρείος με τον Άδη στους καναπέδες.

Έκανα μπάνιο, ντύθηκα και κατέβηκα κάτω. Η γιαγιά ήταν μπροστά από το μάτι της κουζίνας και ετοίμαζε φαγητό για έναν λόχο, ως συνήθως. Ο Μπράξτον έκοβε φρούτα, ο Δαρείος έπλενε τα πιάτα και ο Άδης έστρωνε το τραπέζι. Η ενέργεια που έβγαζαν ήταν από τις πιο θετικές που είχα νιώσει.

"Καλημέρα." είπα.

"Καλημέρα κόρη μου." είπε η γιαγιά με χαμόγελο.

"Καλημέρα Ορέλια." είπαν οι υπόλοιποι.

"Πώς να βοηθήσω;" ρώτησα.

"Όλα είναι σχεδόν έτοιμα. Κάθισε." είπε ο Δαρείος. Σιγά σιγά άρχισαν να κατεβαίνουν υπόλοιποι. Μόλις ξύπνησαν όλοι, ξεκινήσαμε να τρώμε. Γελάγαμε, κοροϊδεύαμε ο ένας τον άλλον, γεμίζαμε τα στομάχια μας με φαγητό και περνάγαμε υπέροχα.

"Θα πάτε να δείτε την πόλη σήμερα;" ρώτησε η γιαγιά.

"Ναι άμα θέλουν και οι υπόλοιποι." είπα.

"Ναι να πάμε! Έχει ωραία μαγαζιά;" ρώτησε η Τζούνια και γελάσαμε. Αφού μαζέψαμε το τραπέζι και καθαρίσαμε, μαζευτήκαμε στη βεράντα για να φύγουμε. Οι μισοί μπήκαμε στο δικό μου αμάξι και οι άλλοι στης γιαγιάς, με οδηγό τον Άδη. Είκοσι λεπτά αργότερα, φτάσαμε στο κέντρο της πόλης. Παρόλο που ήταν χειμώνας, ο καιρός ήταν υπέροχος. Είχε ήλιο και δεν φυσούσε καθόλου. Βέβαια το χιόνι, χιόνι.

"Αυτό είναι όλο;" ρώτησε η Ζενεβίβ με ειρωνεία. Είπα και γω. Καιρό είχε να πετάξει κακία και ανησυχούσα για την υγεία της.

"Όχι Ζενεβίβ. Αυτό είναι ένα κομμάτι της πόλης." ο,τι και να λεγε η Ζενεβίβ, η πόλη μου ήταν πανέμορφη. Με τα σπίτια και τα μαγαζιά από τούβλο, με τα χιονισμένα δέντρα, όλα μου θύμιζαν τη παιδική μου ηλικία.

"Λοιπόν, τι λέτε για αρχή, να πάμε όλοι μαζί για έναν καφέ και μετά να κάνει ο καθένας ο,τι θέλει;" ρώτησα και συμφώνησαν. Τους οδήγησα στην αγαπημένη μου καφετέρια. Στη καφετέρια του Μπεν.

"Το αγαπημένο μου μαγισσάκι είναι αυτό;" είπε ο Μπεν μόλις περάσαμε την πόρτα. Οι Μάγοι μαζί μου πάγωσαν στις θέσεις τους.

"Ξέρει για σενα;" ρώτησε ο Κάελ έντρομος.

"Όχι χαλαρώστε. Έτσι με φωνάζει γιατί όλοι φωνάζουν τη γιαγιά μου μάγισσα επειδή ζει μόνη της στη μέση του δάσους και δεν πολυ-εμφανίζεται στη πόλη." είπα και έτρεξα στην αγκαλιά του Μπεν.

The Forgotten MagicWhere stories live. Discover now