Kεφάλαιο 38

624 57 15
                                    

Ορέλια

«Τι έγινε; Πώς χτύπησε;» ρώτησε ο μπαμπάς μου και έσκυψε δίπλα του. Πέρασε την παλάμη του πάνω από το πρόσωπό του και μουρμούρισε ένα ξόρκι. Κατέβασε το χέρι στη γρατζουνιά και το μωβ φως που εξέπεμπε, έσβησε απότομα.

«Τον γρατζούνησε Σκοτεινός.» ψιθύρισε ο Άδης. «Δεν έπιασε το ξόρκι;» ρώτησε. Πώς να τους έλεγα ότι εγώ έφταιγα και ότι το έπαθε για να με προστατεύσει, επειδή δεν πρόσεχα που πήγαινα;

«Έπιασε το ξόρκι, απλά όταν εξερράγη το σπίτι, είδα τη Βαλέρια χτυπημένη και δεν πρόσεχα γύρω μου και πήγε να μου επιτεθεί ένας Σκοτεινός...» δεν μπόρεσα να ολοκληρώσω την φράση μου γιατί το στήθος μου άρχισε να καίει ακόμα περισσότερο.

«Πρέπει να τον πάμε αμέσως στην Ακαδημία.» είπε ο Άδης και άνοιξε πύλη. «Την άνοιξα για το δωμάτιό σου. Πέρνα γρήγορα και φέρε τον Κάελ. Φρόντισε να μην σε δει κανείς!» είπε και το έκανα αμέσως. Η απόσταση ήταν πολύ μεγάλη και η μεταφορά με ζάλισε απίστευτα, αλλά δεν μπορούσα να καθυστερήσω. Το ομοίωμά μου καθόταν στο πάτωμα δίπλα στο παράθυρο και ακολουθούσε τις σταγόνες της βροχής που έπεφταν. Ελπίζω να μην με έψαξε κανείς. Έτρεξα στο δωμάτιο του Κάελ και άνοιξα την πόρτα χωρίς να χτυπήσω. Κοιμόταν βαριά και δεν με κατάλαβε. Πήγα δίπλα του και άρχισα να τον ταρακουνάω.

«Ξύπνα Κάελ.» είπα, άνοιξε τα μάτια του και πετάχτηκε.

«Τι έγινε Ορέλια;» ρώτησε ανήσυχος.

«Σε παρακαλώ... Ο Δαρείος... τον φέρνει ο Άδης...» από την ταραχή μου δεν μπορούσα να μιλήσω.

«Από πού; Αφού όλη μέρα δεν βγήκες από το δωμάτιό σου.» είπε ακόμα μισό-κοιμισμένος.

«Έλα σε παρακαλώ.» είπα και τον τράβηξα με όλη μου τη δύναμη.

«Εντάξει έρχομαι, μην τραβάς.» είπε και με ακολούθησε. Μπήκαμε στο δωμάτιο και ο Δαρείος ήταν ακόμα αναίσθητος. Τον είχαν ξαπλώσει στο κρεβάτι μου και μετά βίας ανέπνεε. Το ομοίωμά μου κοιτούσε ακόμα τις σταγόνες. Την κοίταξε ο Κάελ, μετά εμένα και κούνησε το κεφάλι του. Πήγε δίπλα στον Δαρείο, ακούμπησε την πληγή και μουρμούρισε ένα ξόρκι.

«Τι έπαθε; Τι χτύπημα είναι αυτό; Μοιάζει με... Σκοτεινού...» είπε και με μία κίνηση έσκισε τη μπλούζα που φορούσε ο Προστάτης μου. Τα πράγματα ήταν χειρότερα από αυτό που φανταζόμασταν. Από την πληγή εκτείνονταν μαύρες φλέβες, οι οποίες είχαν ήδη καλύψει το μισό του στέρνο. «Γαμώτο...» είπε και έτριψε το μέτωπό του. «Θα πεθάνει.» είπε. Όχι. Ο Δαρείος δεν θα πεθάνει. «Δεν μπορώ... δεν ξέρω...»

The Forgotten MagicWhere stories live. Discover now