Κεφάλαιο 36

647 61 49
                                    

Ορέλια.

Με πλησίασε και με έκλεισε στην αγκαλιά του. Αμέσως ένιωσα ασφάλεια και...αγάπη... Κάτι που δεν είχα νιώσει από τη Βαλέρια. Το άρωμά του ήταν κάτι μεταξύ λεβάντας, γιασεμιού και κέδρου και κατευθείαν με έκανε να αισθανθώ οικεία.

"Δεν το πιστεύω ότι σε έχω στην αγκαλιά μου. Νόμιζα ότι δεν θα σε ξαναδώ ποτέ." είπε και φίλησε το κεφάλι μου. Αντί να με αφήσει, με σήκωσε και με γύρισε στον αέρα.

Ένωσε τα μέτωπά μας και εικόνες άρχισαν να προβάλλονται στο μυαλό μου. Εικόνες που στις σκιές τους έκρυβαν συναισθήματα. Πρώτα είδα ένα χαμογελαστό μωρό, εμένα, στην αγκαλιά της Βαλέρια, περιβαλλόμενο από την αγάπη του μπαμπά μου.

Η επόμενη εικόνα ήμουν πάλι εγώ στην αγκαλιά του. Το χαμόγελό του τα έλεγε όλα. Φαινόταν ότι ήταν ένας πατέρας που θα έκανε τα πάντα για το παιδί του.

Η τρίτη ήταν διαφορετική. Ήταν το σπίτι της γιαγιάς, βράδυ και με βροχή. Η πόρτα ήταν ανοιχτή και η γιαγιά με κράταγε στα χέρια της. Ο πόνος που μετέδιδε μαζεύτηκε στον λαιμό μου και μπορούσα με δυσκολία να καταπιώ. Έκανε την καρδιά μου να σφιχτεί.

"Δεν έπρεπε να σε αφήσω ποτέ. Ήταν το μεγαλύτερο λάθος της ζωής μου. Αλλά τώρα είμαστε μαζί και θα πολεμήσω στο πλάι σου." είπε και γύρισε προς τον κόσμο, που για να είμαι ειλικρινής, είχα ξεχάσει.

"Η Εκλεκτή και η παρέα της έκαναν μεγάλο ταξίδι και χρειάζονται ξεκούραση. Το πρωί θα συναντηθούν με το Συμβούλιο για να συζητήσουν όλα τα φλέγοντα θέματα." είπε ο μπαμπάς μου και κατευθείαν ακούστηκαν φωνές αντίρρησης από τους Μάγους. Αλλά εμείς δεν δώσαμε σημασία. Ο Δαρείος ήρθε πίσω μου και ο Άδης στο πλάι μου και ακολουθήσαμε τον μπαμπά μου. Ήμουν και επισήμως ερωτευμένη με την Τέκρορ. Τα σπίτια, τα αρώματα, η ενέργεια, όλα ήταν ειδυλλιακά.

Ο μπαμπάς σταμάτησε μπροστά από ένα μικρό μωβ πέτρινο σπίτι. Γύρω από τις πόρτες και τα παράθυρα πέρναγε μωβ γιασεμί, ανέβαινε μέχρι την σκεπή και την σκέπαζε ολόκληρη. Άνοιξε την πόρτα και μπήκαμε μέσα. Το άρωμά του ήταν παντού γύρω μας, ζεστό και οικείο.

Το πρώτο πράγμα που είδαμε ήταν το μικρό σαλόνι με τον καναπέ, τις δύο πολυθρόνες και το τζάκι. Οι τοίχοι γύρω από το τζάκι και οι δύο πλαϊνοί του ήταν γεμάτοι βιβλία. Δεν υπήρχε τηλεόραση. Ενωμένη με το σαλόνι ήταν η κουζίνα, στην οποία υπήρχε ένας φούρνος, ένας νιπτήρας, ένα ψυγείο, μερικά ντουλάπια και ένα τραπέζι με τρεις καρέκλες.

The Forgotten MagicWhere stories live. Discover now