Κεφάλαιο 32

725 69 25
                                    

Ορέλια.

Ένα πράγμα ήταν σίγουρο όταν φτάσαμε, είχαμε αργήσει. Ο Ναός, ο οποίος βρισκόταν χτισμένος μέσα στο βουνό, ήταν κατεσραμένος σχεδόν ολόκληρος και ο εξωτερικός χώρος, που βρισκόμασταν εμείς, ήταν γεμάτος πτώματα. Μερικά ήταν από Σκοτεινούς, τα περισσότερα όμως ήταν των Ιέρειων. Φορούσαν λευκούς μανδύες με χρυσά σύμβολα πάνω τους.

Δεν ήθελα να είμαι εκεί! Δεν ήθελα να γίνομαι μάρτυρας αυτού του εγκλήματος! Ήθελα να γυρίσω στο σπίτι με τη γιαγιά και να είμαι άνθρωπος! Το bullying, η μοναξιά και η απομόνωση ήταν πολύ πιο εύκολα από αυτό! Πώς μπορούμε εμείς, 7 παιδιά, να σταματήσουμε το Σκοτάδι; Ειδικά όταν μερικοί Σκοτεινοί κατάφεραν να σκοτώσουν τις πιο δυνατές Μάγισσες που υπάρχουν!

"Ελάτε πάμε να ψάξουμε μέσα μήπως βρούμε επιζώντες." είπε ο Δαρείος αλλά δεν ακούστηκε σίγουρος. Ο Ναός ήταν τεράστιος. Οι σκάλες μέσα ανέβαιναν σε όλο το ύψος του γκρεμού και είχε περισσότερους ορόφους απ' όσους μπορούσα να μετρήσω. Τα πάντα ήταν διαλυμένα. Τραπέζια γυρισμένα, λάμπες σπασμένες, βιβλία καμένα, τοίχοι ριγμένοι. Η Μαγεία που εξέπεμπαν οι Ιέρειες δεν είχε σβήσει ακόμα, τη νιώθαμε στον αέρα. Κοίταξα πίσω από έναν τοίχο που ακόμα ήταν γερός και δεν περίμενα να είναι κανένας πίσω του. Αλλά ήταν μια Ιέρεια με δύο μεγάλα σίδερα καρφωμένα στο στερνό της, τι απαίσιος τρόπος να πεθάνει κάνεις. Από τα χαρακτηριστικά της, κατάλαβα ότι ανήκε στον Οίκο της Μαγείας των Στοιχείων. Στην αρχή νόμιζα ότι ήταν νεκρή αλλά τα μάτια μου έπιασαν μία κίνηση στον θώρακά της.

"Μια Ιέρεια είναι ζωντανή!" φώναξα και έσκυψα δίπλα της. Ήρθαν οι υπόλοιποι και ο Κάελ πέρασε μπροστά. Έβαλε τα χέρια του στο πρόσωπό της και βγήκε λευκό φως από τις παλάμες του. Περιμέναμε ακίνητοι την αντίδραση της Ιέρειας, αλλά δεν άνοιγε τα μάτια της. Ο Κάελ αναστέναξε και κατέβασε τα χέρια του.

"Είναι πολύ αδύναμη και αν βγάλουμε τα σίδερα θα πεθάνει πριν προλάβω να τη θεραπεύσω." είπε και σηκώθηκε. Δεν προλάβαμε να κάνουμε μερικά βήματα και ακούστηκε μια βαθιά εισπνοή από την Ιέρεια, την οποία ακολούθησε δυνατός βήχας. Γυρίσαμε όλοι κοντά της και τα μάτια της ήταν ανοιχτά. Από το στόμα και τη μύτη της έτρεχε αίμα και φαινόταν να υποφέρει.

"Ούτε να πεθάνω με την ησυχία μου δεν μπορώ." είπε με δυσκολία και έβηξε και βγήκε περισσότερο αίμα από το χτυπημένο στήθος της. Μας κοίταξε ένα προς ένα και σταμάτησε πάνω μου. "Εκλεκτή. Θέλω να μου κάνεις μια χάρη." ψιθύρισε. Κάθισα αμέσως δίπλα της.

The Forgotten MagicWhere stories live. Discover now