ΜΑΡΙΑ

1.5K 25 0
                                    

ΜΑΡΤΙΟΣ 1966

Η βροχή έπεφτε τόσο δυνατά, που η Μαρία ένιωθε σαν να μαστιγώνεται βίαια το σπίτι. Κάποια άλλη βραδιά, δεν θα είχε πρόβλημα με αυτή όμως απόψε, την έπνιγε ο εκκωφαντικός θόρυβος της. Κάποια άλλη βραδιά, θα κούρνιαζε στην αγκαλιά του άντρα της και θα μουρμούραγε γλυκά πως η πίεση του νερού, μπορεί να της κατέστρεφε τον μικρό της κήπο, που ήταν το καμάρι της. Εκείνος θα έπινε το κρασί του, χωρίς να της δίνει σημασία. Μόνο θα γελούσε με την έννοια της. Ίσως πλάγιαζαν κι όλας μαζί. Εκείνος θα κλείδωνε την πόρτα στη κάμαρα τους κι αυτή, πρώτα θα άφηνε το φόρεμα της να πέσει στο πάτωμα, κι έπειτα θα έλυνε τον λευκό της στηθόδεσμο μπροστά στα μάτια του, κοκκινίζοντας με τον τρόπο που την κοιτούσε. Διάβαζε τις σκέψεις του. <<Μαμά;>>. Η φωνή του παιδιού, διέκοψε τα παιχνίδια του μυαλού της. Ο μοναχογιός της, ήταν ένα αγοράκι, έξι ετών, όμορφο και ευγενικό σαν τον πατέρα του. Αδύνατο και μελαχρινό, σεβαστικό και δίκαιο, που γέμιζε τη ζωή της με χαρά και ευτυχία. <<Φοβάμαι. Κάνει πολύ θόρυβο η βροχή>> δικαιολογήθηκε ντροπαλά το παιδί και εκείνη του έγνεψε να πλησιάσει. <<Λογικό...>> σκέφτηκε. <<...Ποιος δεν θα φοβόταν τέτοια νύχτα;>>. Το παιδί έκατσε υπάκουσα στα γόνατα της και έγυρε στο στήθος της. <<Να κοιμηθώ μαζί σου;>> τη ρώτησε παιχνιδιάρικα. <<Να κοιμηθείς>>, <<Κι ο μπαμπάς, πότε θα έρθει;>>. Η γυναίκα έμεινε για μια στιγμή σιωπηλή. <<Χτες έφυγε Γιάννο μου. Θα μείνει όσο χρειαστεί. Ίσως 4, ίσως 5 μέρες>>, <<Γιατί δεν μας πήρε μαζί;>>. Η Μαρία αναστέναξε. <<Τα είπαμε αυτά. Πήγε στο χωριό του, για μερικές δουλειές. Δεν υπήρχε λόγος να ξεσηκωθούμε. Άλλωστε δεν υπάρχει τίποτα εκεί να κάνουμε. Να μέναμε όλη μέρα στο δωμάτιο του ξενοδοχείου και να περιμέναμε τον μπαμπά να γυρίσει;>>. Το αγοράκι ανακάθισε και την κοίταξε στα μάτια. <<Μαμά, δεν έχεις πάει ποτέ στο Διαφάνι εσύ;>>. Η γυναίκα τον έκλεισε ξανά στην αγκαλιά της. <<Όχι, ποτέ. Όμως ο πατέρας σου, μου έχει πει πως δεν είναι κάτι το συναρπαστικό. Υπάρχουν μόνο χωράφια κι ένα καφενείο. Εμείς εδώ, είμαστε πολύ τυχεροί. Έχουμε τη θάλασσα και σε μια ώρα είμαστε στην Αθήνα. Τη πιο μεγάλη πόλη της Ελλάδας. Ε, Γιάννο μου;>>. Το αγοράκι κούνησε το κεφάλι καταφατικά. <<Μαμά, ο μπαμπάς δεν μιλάει ποτέ για το χωριό του. Ούτε είχε ξαναπάει>> επέμεινε ο μικρός. <<Δεν υπήρχε λόγος, γιε μου. Ο πατέρας σου έφυγε πολύ μικρός για να σπουδάσει στην Αθήνα και δεν έχει συγγενείς πίσω. Δεν έχει κάτι να πει, γι' αυτό δεν μιλάει. Είναι αργά όμως. Καλύτερα να πάμε για ύπνο, ε;>>. Το παιδί τύλιξε τα χέρια του στο λαιμό της κι εκείνη τον σήκωσε στην αγκαλιά της. Η παιδική του αφέλεια και το γλυκό του χάδι, την έκαναν να ηρεμεί. Ξάπλωσαν μαζί κάτω από τις κουβέρτες. <<Καληνύχτα μανούλα>> της είπε χαμογελώντας. <<Μη στεναχωριέσαι που λείπει ο μπαμπάς. Ίσως δεν είναι τόσο άσχημα στο χωριό του και περνάει κι αυτός όμορφα>>. Η Μαρία χαμογέλασε αχνά. <<Ναι, παλικαράκι μου. Ίσως δεν είναι τόσο άσχημα...>>

Δύο ΠρόσωπαWhere stories live. Discover now