ΤΟ ΦΙΛΙ

594 19 2
                                    

Ο Δούκας τους πλησίασε σοκαρισμένος. Ήταν αλήθεια λοιπόν. Ο μικρός του έριξε μια θλιμμένη ματιά. <<Τι κάνεις εδώ Λάμπρο;>> κατάφερε να ψελλίσει. <<Τι κάνω στο χωριό μου; Περίεργες ερωτήσεις κάνεις Δούκα>> πέταξε απότομα. Ο άντρας έριξε μια ματιά στον μικρό. Το παιδί φοβήθηκε. <<Θέλω να μιλήσουμε οι δυο μας>>. Ο δάσκαλος χαμογέλασε. <<Τι να πούμε εμείς οι δυο;>>, <<Ξέρεις πολύ καλά. Μήπως θες να τα πω μπροστά στο γιο σου;>>. Ο Λάμπρος του έγνεψε θετικά. <<Γιάννο, κάτσε εδώ στο σκαλάκι να πω δυο κουβέντες με τον κύριο κι έρχομαι>>. Το παιδί δεν απάντησε αλλά έκατσε, υπακούοντας τον πατέρα του. Στάθηκαν λίγα μέτρα πιο μακριά. <<Πού είναι η Σταμίρη;>> μπήκε κατευθείαν στο θέμα. <<Στο νεκροταφείο του χωριού>> απάντησε ειρωνικά. <<Κόψε το δούλεμα δάσκαλε. Ξέρω πως ζει. Πού είναι!>>. Ο Λάμπρος γέλασε. <<Περιμένεις να σου πω...>>, <<Όχι. Δεν περιμένω αλλά σου δίνω μία ευκαιρία να σώσεις το τομάρι της γυναίκας σου. Πές της να παραδοθεί κι εγώ δεν θα την πειράξω. Θα δικαστεί και θα τελειώσει εκεί το θέμα>>, <<Όπως τη περασμένη φορά; Που η Μυρσίνη έβαλε κάποιον Βόσκαρη να τη σκοτώσει μες τη φυλακή; Πλάκα έχεις Δούκα>>. Ο άντρας δαγκώθηκε. <<Δεν ξέρω τι μου λες όμως τώρα σου δίνω το λόγο μου πως αν παραδοθεί, θα αποφασίσει η δικαιοσύνη για την τυχη κι όχι εγώ>>. Ο δάσκαλος αναστέναξε. <<Καμία δικαιοσύνη δεν υπάρχει Δούκα. Καμία! Δεν ξέρω που κρύβεται. Άσε με στην ησυχία μου>> έκανε πικραμένα ο Λάμπρος μα εκείνος τον σταμάτησε. <<Προστάτευσε τον γιο σου και τον εαυτό σου. Εκείνη είναι χαμένο χαρτί. Μην σκέφτεσαι ανόητα>>, <<Η Ελένη δεν σκότωσε τον Σέργιο. Όλα μια πλεκτάνη ήταν κι όταν μπορώ να στο αποδείξω και να την αφήσεις στην ησυχία της, τότε θα εμφανιστεί μπροστά σου. Κάνε στην άκρη τώρα>> πέταξε απότομα και έφυγε προς το μέρος του μικρού, αφήνοντας τον μόνο του.

Η Αμαλία έκατσε στο πλάι της Ελένης που ήταν ακίνητη για ώρα. <<Σε λίγο θα πάω να τηλεφωνήσω στο Λάμπρο>>. Κούνησε θετικά το κεφάλι της. <<Θες να τον ρωτήσω κάτι;>>, <<Μόνο αν είναι καλά εκείνος και το παιδί>> απάντησε κι ένας λυγμός ήρθε στο στόμα της. <<Μαριώ μου, πρέπει να σκεφτούμε τι θα κάνουμε. Έχω μια ιδέα, που νομίζω είναι καλή>>, <<Τι ιδέα;>> εκανε με περιέργεια η Ελένη. <<Θα μιλήσω για αρχή με την κυρά-Ματούλα, τη σπιτονοικοκυρά σας, να αδείασουμε το σπίτι και να στείλουμε τα πράγματα σας στο Διαφάνι. Άλλωστε στο σπίτι να ξαναγυρίσετε, αποκλείεται, ε καλη μου;>>. Η κοπέλα κούνησε το κεφάλι της καταφατικά με λύπη. <<Έτσι είναι>>, <<Κι έπειτα θα πάμε στο Βόλο, στο σπίτι της κουμπάρας μου, που λείπει στην Αμερική. Θα είσαι κοντά στον άντρα σου και τον γιο σου. Σε λίγο καιρό, το βαπόρι που είναι ο Θεόφιλος, πιάνει Θεσσαλονίκη. Ίσως 2-3 μήνες. Θα σε βάλω μέσα και θα φύγεις κι έπειτα έρχονται και οι δικοί σου>>. Η Ελένη χαμήλωσε το βλέμμα. <<Να φύγω από τη χώρα μου δηλαδή. Σαν κυνηγημένη... Κι άντε πες, εγώ έχω κι ένα κρίμα. Ο άντρας μου; Ο γιος μου; Τις αμαρτιές μου θα πληρώνουν μια ζωή;>> τη ρώτησε με δακρυσμένα μάτια. <<Ο άντρας σου κι ο γιος σου, θέλουν να σε έχουν δίπλα τους. Όπου γης και πατρίς. Μην σκέφτεσαι έτσι. Το θέμα είναι να σωθείς. Και να σου πω και κάτι; Καλύτερα θα μεγαλώσει το παλικάρι σου στο εξωτερικό. Ξέρεις ευκαιρίες που υπάρχουν; ΝΑ! Μόνο θετικά να σκέφτεσαι>>. Η Λενιώ της χαμογέλασε. <<Α ρε Αμαλία. Άγγελος είσαι. Πώς θα στο ξεπληρώσω;>>, <<Θα έρχομαι διακοπές να με φιλοξενείς και θα μου το ξεπληρώσεις. Λοιπόν, κάτσε εδώ τώρα, να πάω εγώ να τηλεφωνήσω και τα υπόλοιπα, τα λέμε σε λίγο. Εντάξει;>>. Η Ελένη κούνησε το κεφάλι καταφατικά.

Δύο ΠρόσωπαDonde viven las historias. Descúbrelo ahora