ΤΟ ΠΙΤΣΙΡΙΚΙ

518 24 5
                                    

Ο Λάμπρος πήρε βαθιά ανάσα και προσπάθησε να σκεφτεί γρήγορα. <<Όχι πατέρα μου. Δεν είναι πως δεν σας θέλω μα... Μα νοικιάζω ένα δωμάτιο στο σπίτι ενός ζευγαριού και δεν μπορώ να φιλοξενώ κόσμο. Είναι κάπως αυστηροί άνθρωποι>> δικαιολογήθηκε ο δάσκαλος και ένιωσε περήφανος για τον εαυτό του που σκέφτηκε αυτή τη λύση. Ο Μιλτιάδης τον κοίταξε με περιέργεια. <<Νόμιζα νοίκιαζες με έναν φίλο και συνάδελφο ένα σπίτι>>, <<Μέχρι πρόσφατα μα παντρεύτηκε και ζήτησε μετάθεση στην Αθήνα>> απάντησε με σιγουριά. <<Δεν πειράζει Μιλτιάδη μου. Ας πάμε μια βόλτα στο μέρος και ας περιμένουμε το Λάμπρο σε κάποιο ταβερνάκι να του κάνουμε το τραπέζι>> πρότεινε η Βιολέτα. <<Θαυμάσια ιδέα. Μόλις τελειώσω, θα έρθω να σας βρω. Πηγαίνετε στον Μπάτη>> πέταξε, μιας και δεν είχε τύχει να κάτσουν πολλές φορές με την Ελένη στο συγκεκριμένο και δεν γνωριζόταν με τους ιδιοκτήτες. Ο Μιλτιάδης συνέχισε να τον κοιτάζει στραβά, μα έγνεψε θετικά και πήραν τον δρόμο για την έξοδο. Η Ελένη που τόση ώρα τους κοίταζε από μακριά, κρύφτηκε σε ένα μικρό διάδρομο και έμεινε εκεί μέχρι που απομακρύνθηκαν αρκετά. Ο δάσκαλος έπιασε το κεφάλι του με τα χέρια του απελπισμένα. <<Λάμπρο;>> έκανε αναστατωμένη και τον πλησίασε. <<ΕΔΩ ΕΙΣΑΙ;>> ρώτησε σοκαρισμένος. <<Δεν με είδαν, μη φοβάσαι. Τι κάνουν εδώ Λάμπρο; Τι δουλειά έχουν εδώ;>>, <<Μην ανησυχείς. Ήρθαν στην Αθήνα για μια δουλειά και σκέφτηκαν να μου κάνουν έκπληξη>>, <<ΕΤΣΙ ΞΑΦΝΙΚΑ; ΜΕΤΑ ΑΠΟ 6 ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΥ ΛΕΙΠΕΙΣ; Ούτε μια εβδομάδα δεν έχει που γύρισες!>> του φώναξε τρέμοντας. Εκείνος την αγκάλιασε. <<Σε παρακαλώ, ηρέμησε. Μάλλον έτυχε. Ίσως ο πατέρας μου ένιωσε καλύτερα που με είδε. Μην ανησυχείς. Θα βγούμε να φάμε και να τους βάλω στο ΚΤΕΛ. Ως το βράδυ, θα έχει τελειώσει!>> είπε, κλείνοντας την μέσα στα χέρια του. <<Ο μικρός;>>, <<Είναι στην αυλή. Παίζει>> απάντησε η γυναίκα και βγήκε από την αγκαλιά του. <<Πάρτον και πηγαίντε σπίτι. Μην βγεις ξανά και ο Γιάννος να μείνει μέσα. Βρες μια δικαιολογία και πήγαίνετε από τον πάνω δρόμο. Όχι από τη θάλασσα>>, <<Κι αυτό επικίνδυνο είναι>>, <<Δεν είναι. Έχε το νου σου και δεν θα τους δεις, εντάξει καρδιά μου;>>. Η Λενιώ κούνησε το κεφάλι της κι εκείνος τη φίλησε πεταχτά. <<Ολά καλά θα πάνε. Δεν θα γίνει τίποτα. Μη μου φοβάσαι>>.

Ο Μιλτιάδης με τη Βιολέτα, κατέβηκαν στο προάυλιο αμίλητοι. Η γυναίκα τον κρατούσε από το μπράτσο και ένιωθε τον προβληματισμό του. <<Τι έχεις Μιλτιάδη μου; Τι έπαθες;>>, <<Δεν σου φάνηκε περίεργος ο Λάμπρος; Λες και δεν χάρηκε που μας είδε...>> παρατήρησε. Η γυναίκα κατάπιε το σάλιο της. <<Ίσως... Ίσως δεν μας περίμενε>>, <<Εγώ γιατί αισθάνομαι λες και θέλει να μας διώξει;>>, <<Λες να μας κρύβει κάτι; Κάτι για τη ζωή του;>> πέταξε η Βιολέτα, χαμηλώνοντας το κεφάλι διστακτικά. Μέσα της ένιωθε ενοχές που του έκρυβε κάτι τόσο σημαντικό, μα ήθελε να βρει την κατάλληλη στιγμή για να του πει την αλήθεια, δίνοντας παράλληλα χρόνο στο Λάμπρο να τους κάνει μόνος του την αποκάλυψη. Ο άντρας προπορεύτηκε γεμάτος με σκέψεις. Λίγο πριν περάσει την πόρτα του σχολείου, το μάτι του έπεσε σε ένα μελαγχρινό αγοράκι που έπαιζε απέναντι του, πηδώντας με το ένα πόδι μέσα σε κάποια ζωγραφισμένα με κιμωλία κουτάκια στο έδαφος. Ήταν άδυνατο και είχε ευγενική φυσιογνωμία. Φαινόταν μικρότερος από τους μαθητές του σχολείου. Ο άντρας τον παρατήρησε και ένα αυθόρμητο χαμόγελο ήρθε στο πρόσωπο του. Έμοιαζε απίστευτα στον Λάμπρο του, όταν ήταν μικρός. Ακόμα και η κίνηση που έκανε με το χεράκι του, ήταν ίδια. Σκέφτηκε να τον ρωτήσει το όνομα του, μα άλλαξε γνώμη, <<Ίσως φοβηθεί το παιδί>> είπε στον εαυτό του. Η Βιολέτα που ακούμπησε την πλάτη του, σταμάτησε απότομα τις σκέψεις του. <<Πάμε;>>, <<Ναι. Πάμε...>>.

Δύο ΠρόσωπαWhere stories live. Discover now