ΠΑΡΑΠΑΝΩ ΑΠΟ ΚΑΛΑ

949 23 0
                                    


Ο Λάμπρος ανακάθισε και την κοίταξε στα μάτια. Ένιωσε μια ζεστασιά και ένα προαίσθημα μέσα του, του έλεγε πως ήρθε για καλό. Εκείνη χαμογέλασε αχνά. Είχε σχεδόν ξεχάσει τον Θωμά που περίμενε να περάσουν τη νύχτα μαζί. <<Δεν περίμενα να έρθεις τόσο σύντομα>> της είπε και ο τόνος του έδειχνε πως μάλλον δεν περίμενε να έρθει ποτέ. <<Συνάντησα την Ανέτ και...>> πήγε να δικαιολογηθεί, μα σταμάτησε. <<Φαίνεσαι αναστατωμένη. Συνέβη κάτι;>> τη ρώτησε με τρόπο. Εκείνη χαμήλωσε το βλέμμα ντροπαλά. <<Νόμιζα πως μετά το ατύχημα σου, θα άλλαζες γνώμη. Θα έμενες στο χωριό>> του είπε με μία ενοχη στη φωνή της. <<Γιατί; Άλλαξε κάτι;>> ρώτησε ψυχρά ο δάσκαλος. <<Γιατί το κάνεις; Την αλήθεια. Γιατί επιμένεις να φύγεις;>>. Ο άντρας χαμογέλασε μουδιασμένα και την πλησίασε λίγο περισσότερο. <<Ήρθε η στιγμή, να κοιτάξω και εμένα Ελένη. Μια ζωή κάνω ότι θέλουν οι άλλοι>>. Εκείνη θύμωσε. <<Δεν σε υποχρέωσε κανείς να παντρευτείς τη Θεοδοσία. Δική σου απόφαση ήταν>> πέταξε νευρικά κι εκείνος ένιωσε έναν κόμπο στο στομάχι του. <<Αυτό ήταν το μεγαλύτερο λάθος της ζωής μου. Η μοναξιά που ένιωθα με οδήγησε σε εκείνη μα απέτυχα. Απέτυχα και να ευτυχίσω εγώ και να κάνω τη Θεοδοσία ευτυχισμένη. Πλέον όμως, δεν μπορώ να μείνω δίπλα της. Ούτε στο χωριό μπορώ να μείνω. Με πνίγουν όλα Ελένη>>. Η γυναίκα ένιωσε μια κατανόηση μέσα της. Αυτό το πνίξιμο ένιωθε και η ίδια. Αυτό το πνίξιμο την οδήγησε στο νοσοκομείο. <<Και πιστεύεις πως η Αθήνα θα σε βοηθήσει; Πιστεύεις πως θα είσαι καλύτερα;>> ρώτησε τρυφερά. Του ξέφυγε ένα γελάκι. <<Πάντως χειρότερα, δεν θα είμαι>>, <<Τις πίκρες μας, τις κουβαλάμε παντού μαζί μας. Δεν έχει σημασία πόσο μακριά είμαστε από αυτές. Το έμαθα καλά αυτό, τόσα χρόνια που έζησα μοναχή μου>>. Ο άντρας της ακούμπησε τρυφερά το πρόσωπο. <<Πλέον όμως, δεν είσαι μόνη, έτσι; Κι αυτό πρέπει να σε γεμίζει χαρά. Καμιά φορά σκέφτομαι πως η τελευταία φορά που ένιωσα ανέμελος, χαρούμενος, γεμάτος, ήταν τότε που ήμουν φοιτητής και περνούσαμε το καλοκαίρι μαζί, κάνοντας όνειρα. Έφταιξα, μα δεν μπορώ να καταδικάσω τον εαυτό μου σε μία ζωή, χωρίς κανένα νόημα>> της ξεκαθάρισε. Εκείνη έβαλε τα γέλια. <<Γιατί γελάς;>> τη ρώτησε παιχνιδιάρικα. <<Γιατί ίσως, να έχω κι εγώ από τότε να νιώσω έτσι. Γεμάτη... Χαρούμενη...>> πέταξε αυθόρμητα. Ο Λάμπρος έμεινε να την κοιτάζει, προσπαθώντας να βάλει σε μία σειρά τις σκέψεις του και να συνειδητοποιήσει αυτό που μόλις είχε ακούσει. <<Με τον Θωμά, δεν...>> πήγε να τη ρωτήσει, μα σταμάτησε νιώθοντας πως την φέρνει σε δύσκολη θέση. <<Με τον Θωμά νιώθω όμορφα. Κάνει ότι μπορεί για να είμαι χαρούμενη και ευτυχισμένη>> δήλωσε με σιγουριά, κι ένας κόσμος σφίχτηκε στο στομάχι του άντρα. <<Άρα τον αγαπάς...>> διαπίστωσε με πίκρα. Εκείνη του χαμογέλασε. <<Ναι, τον αγαπώ. Μου έχει σταθεί πολύ. Τον νιώθω δικό μου άνθρωπο>>. Ο δάσκαλος την κοίταξε με περιέργεια. Ο τόνος της φωνής της, ήταν ξεκάθαρος, μα δεν είχε στάλα τρυφερότητας. <<Και... είσαι ερωτευμένη μαζί του;>> επέμεινε και η καρδιά του χτυπούσε δυνατά, όσο περίμενε την απάντηση της. Εκείνη αναστέναξε. <<Όταν έχεις ζήσει τον απόλυτο έρωτα, δεν είναι εύκολο να ξανανιώσεις έτσι στη ζωή σου ολόκληρη>> του απάντησε χαμογελώντας αχνά. Εκείνος ανταπέδωσε, μα έμεινε σιωπηλός. <<Δεν θα πεις κάτι;>> τον ρώτησε ντροπαλά. Ο δάσκαλος έγνεψε αρνητικά, μα την πλησίασε ακόμα περισσότερο. Πλέον το πρόσωπο του βρισκόταν σε απόσταση αναπνοής απ' το δικό της. <<Εσύ; Τον έχεις νιώσει;>> έκανε η Ελένη και το πρόσωπο της έγινε κατακόκκινο από ντροπή. Πώς ξεστόμισε τέτοια ερώτηση; Ήταν σαν να τον προκαλεί. Παρόλα αυτά, εκείνος έγνεψε και πάλι αρνητικά. <<Όχι, δεν τον έχω ζήσει, όπως θα ήθελα. Θέλω όμως να τον ζήσω. Παραδομένος σε εκείνον, χωρίς να σκέφτομαι κανέναν και τίποτα. Χωρίς να μπαίνει κανείς εμπόδια ανάμεσα σε μένα και...>>. Πλέον τα χείλη τους είχαν σχεδόν κολλήσει. Ανάσαναν βαριά. <<Και;>> ψέλλισε η γυναίκα, ξέροντας ήδη την απάντηση. Τα χείλη τους συγκρούστηκαν κατασπαράζοντας το ένα το άλλο. Έμοιαζε, λες και ο ένας να ήθελε να καταπιεί τον άλλον. Οι ανάσες τους είχαν κοπεί. Πόσο καιρό λαχταρούσαν αυτό το φιλί; Πέρασε το χέρι του κάτω από το κεφάλι της, σαν ένα μαξιλάρι που κύκλωσε τον λαιμό της και την τράβηξε πάνω του, εγκλωβίζοντας την σε ένα φιλί διαρκείας, αισθησιακό, με ήχο και πάθος.

Δύο ΠρόσωπαWhere stories live. Discover now