Ο ΓΥΡΙΣΜΟΣ

535 20 2
                                    

Ο Λάμπρος έσπρωξε ελαφρά τον μικρό να μπει στο σπίτι. Το παιδί τους κοιτούσε επιφυλακτικά. <<Γιάννο μου; Με θυμάσαι;>> έκανε ο Μιλτιάδης και το παιδί έγνεψε θετικά. Η Βιολέτα έριξε μια παγωμένη ματιά στον άντρα της κι έπειτα έσκυψε μπροστά στον μικρό. <<Εγώ είμαι η Βιολέτα. Εσύ είσαι ο Γιάννος;>>. Το παιδί κούνησε το κεφάλι καταφατικά. <<Σου έφαγε η γατούλα τη γλώσσα;>> έκανε παιχνιδιάρικα, μα το παιδί δεν σάλεψε και στράφηκε στο Λάμπρο. <<Μπαμπά, θέλω τη μαμά>> είπε με παράπονο και ο δάσκαλος του χάιδεψε το κεφάλι. <<Τα είπαμε αυτά Γιάννο μου. Η μαμά έπρεπε να πάει στην Καβάλα κι εγώ έχω δουλειές στο χωριό. Σε παρακαλώ, μη το λέμε συνέχεια!>>. Η Βιολέτα, παρόλη την ταραχή που ένιωθε, του χαμογέλασε πλατιά. <<Γιάννο μου, θες να πάμε μέσα να σου βάλω ένα γαλατάκι με κεικ πορτοκάλι που έχω φτιάξει; Ε;>>. Το παιδί το σκέφτηκε για μερικές στιγμές. Η γυναίκα του φαινόταν συμπαθητική. <<Εντάξει>> αρκέστηκε να πει κι εκείνη άπλωσε το χέρι της κι έπιασε το δικό του. Μόλις έφυγαν, ο Λάμπρος ξεφύσηξε δυνατά. <<ΤΙ ΕΓΙΝΕ;>> ρώτησε απότομα ο Μιλτιάδης. <<Ο Δούκας. Μας ανακάλυψε>>, <<ΤΙ;>>, <<Παρακολουθούσαν το σπίτι και τους είδε η Μαρία... Η Ελένη τέλος πάντων>>, <<ΚΑΙ ΗΡΘΑΤΕ ΕΔΩ;>>, <<Ναι πατέρα. Γιατί εμάς δεν θα μας πειράξει. Τον άκουσε να το λέει στα πρωτοπαλίκαρα του. Εκείνη κινδυνεύει όμως. Να κρυφτούμε όλοι μαζί ήταν αδύνατο. Άσε που... Με είχε βάλει να ορκιστώ πως αν συμβεί κάτι, θα σκεφτώ το παιδί πρώτα. Πάω να τρελαθώ πατέρα. Τι θα κάνω; Τι θα πω στον μικρό;>>. Ο Μιλτιάδης τον αγκάλιασε. <<Στον μικρό θα πεις την αλήθεια και τα υπόλοιπα θα τα βρούμε. Ήρθες στο σπίτι σου, στον τόπο σου, στους ανθρώπους σου. Δεν θα σας πειράξει κανείς. Εγώ θα μπω μπροστά>> δήλωσε με σιγουριά. Ο δάσκαλος χαμογέλασε αχνά. <<Χάρηκες που μας είδες. Το βλέπω στα μάτια σου>>, <<Εκατό χρόνια θα ζήσω, μετά από αυτό το καλό που μου έκανες. Κι ο γιος σου, πάνω απ' όλα>>.

Η Αμαλία άφησε ένα φλιντζάνι με καφέ στην Ελένη που ήταν σωριασμένη στη πολυθρόνα της. <<Τι λες βρε Μαριώ μου... Λενιώ μου, θέλω να πω. Τέτοια πράγματα έγιναν; Καλά κι αυτό το κάθαρμα, πήγε να βιάσει άβγαλτη κοπέλα και κουνιάδα του; Βρε δεν θα έβρισκε ο παπάς να θάψει>> μονολόγησε ταραγμένα. <<Το θέμα είναι ότι βρήκε ο παπάς και έθαψε κι εγώ ζω 6 χρόνια σαν κυνηγημένη. Και για μένα δεν με νοιάζει Αμαλία, όμως για τον άντρα μου και τον γιο μου, πέφτω και στη φωτιά>>. Η γυναίκα της έπιασε το χέρι. <<Φοβάσαι πως μπορεί να τους κάνει κακό;>>. Η Ελένη αναστέναξε. <<Δεν ξέρω. Μάλλον όχι. Όμως τη γυναίκα του δεν την εμπιστεύομαι. Είναι μια μέγαιρα. Αν μάθει την αλήθεια, δεν ξέρω πως θα αντιδράσει...>>. Η Αμαλία τη φίλησε στο κεφάλι τρυφερά. <<Να μην ανησυχείς. Θα βρεθεί λύση και θα φύγετε μαζί με τον Λάμπρο και τον μικρό. Να σου πω, εκείνον Λάμπρο τον λένε, ε; Δεν έχει άλλο όνομα>>. Η Λενιώ γέλασε νευρικά. <<Λάμπρο τον λένε... Να σου πω Αμαλία, αν φοβάσαι, αν νιώθεις άσχημα, θα φύγω. Αλήθεια στο λέω, θα....>>. Η γυναίκα έβαλε το χέρι της, μπροστά στα χείλη της Ελένης. <<Μη πεις κουβέντα. Πουθενά δεν θα πας. Σα κόρη μου σε νιώθω. Από εκείνη, πιο πολύ ενδιαφέρθηκες για μένα. Μου άνοιξες το σπίτι σου, με συνέτρεξες στις αρρώστιες μου. Τώρα θα σε συντρέξω εγώ. Εδώ θα κάτσεις. Παρέα θα βρούμε τη λύση>> της ξεκαθάρισε γεμάτη καλοσύνη. Η Ελένη της χαμογέλασε. <<Ψύχραιμη είσαι πάντως. Άλλη στη θέση σου, θα είχε τρελαθεί με αυτά που άκουσε>>. Η Αμαλία ήπιε λίγο καφέ. <<Το βλέπα εγώ πως δεν ήσουν αυτή που έλεγες. Τα μάτια σου πέταγαν φωτιές. Δεν ήσουν εκείνο το κορίτσι, το ορφανό, με το κεφάλι χαμηλά που ήθελες να πιστεύουμε. Εγώ βλέπω πιο βαθιά απ' τους άλλους>>. Η κοπέλα αναστέναξε. <<Ξέρεις γιατί σ' αγάπησα και σε έκανα φίλη μου; Γιατί μου θύμιζες κάποια που ήταν σαν εσένα. Έβλεπε αλλιώς και έκρινε αλλιώς. Δέσπω τη λέγανε. Σα μάνα μας είχε όλους στο χωριό>>, <<Σου λείπει το χωριό σου καλή μου; Ε;>> ρώτησε μελαγχολικά. <<Αν για ένα πράγμα χαίρομαι, είναι που θα πατήσει ο γιος μου στον τόπο του. Που θα πάει στο σπίτι του. Εγώ δεν ξέρω αν θα ξαναπάω σε αυτή τη ζωή, μα εκείνος είναι εκεί>>, <<Κι αν πας;>> έκανε με νόημα η Αμαλία. <<Θα φιλήσω το χώμα στα χωράφια του πατέρα μου και θα αγκαλιάσω τις λεύκες στην αυλή του σπιτιού μου. Κι ας είναι το τελευταίο πράγμα που θα κάνω>>.

Δύο ΠρόσωπαWhere stories live. Discover now