Ο ΧΩΡΟΦΥΛΑΚΑΣ

523 21 1
                                    

Η Βιολέτα στάθηκε λίγο πέρα από τη χωροφυλακή και περίμενε τον Λάμπρο να απομακρυνθεί. Έπειτα σωριάστηκσε στα σκαλοπάτια ενός σπιτιού και άρχισε να επεξεργάζεται τα όσα άκουσα. <<Ποια ήταν η γυναίκα που μιλούσε και έχουν μαζί παιδί;>>. Ήταν σίγουρη πως ο Λάμπρος κάτι τους έκρυβε και υπήρχε λόγος που επέλεγε να μην επιστρέψει στο Διαφάνι, όμως δεν περίμενε να είναι τόσο σοβαρά τα πράγματα. <<Βιολέτα;>>. Η φωνή της Θεοδοσίας που στεκόταν από πάνω της. <<Είσαι καλά; Τι έπαθες;>>, <<Ε; Καλά είμαι>> ψέλλισε, μα το κορίτσι έσκυψε δίπλα της. <<Ζαλίστηκες;>>, <<Ναι λίγο αλλά μην ασχολείσαι. Δεν έχω τίποτα>>. Η κοπέλα έκατσε δίπλα της ταραγμένη. <<Τι να μην ασχοληθώ καλέ; Εσύ είσαι άσπρη σαν το πανί>>, <<Καλά είμαι Θεοδοσία. Πήγαινε στο μαγαζί!>> της είπε αυστηρά. <<Έγινε κάτι;>> επέμεινε η κοπέλα. Η Βιολέτα ξεφύσηξε νευρικά. <<Τίποτα>> πέταξε ξερά. <<Γιατί δεν μου λες Βιολέτα; Δεν με εμπιστεύεσαι;>>. Η γυναίκα ανακάθισε. <<Γιατί δεν ξέρω πως θα το πάρεις Θεοδοσία και γιατί δεν θέλω να το μάθει ΚΑΝΕΙΣ>> εξήγησε, χαμηλώνοντας το βλέμμα της. <<Άρα δεν με εμπιστεύεσαι. Είναι δυνατόν εγώ, να προδώσω εσένα; Εσύ μου στάθηκες καλύτερα κι από αδελφή!>>, <<Το ξέρω κορίτσι μου και εγώ έτσι σε νιώθω αλλά... Αφορά το Λάμπρο και δεν είμαι ακόμα βέβαιη πως αντέχεις να μάθεις για εκείνον>> απάντησε. <<Τι φοβάσαι; Πως δεν τον έχω ξεπεράσει κι αν μάθω πως προχώρησε θα στεναχωρηθώ; Μα εσύ έχεις ασπρίσει. Τόσο φοβερό είναι αυτό;>>. Η Βιολέτα σηκώθηκε απότομα. <<Πάμε σπίτι. Μια ψυχή που είναι να βγει... Έλα!>>.

Ο Λάμπρος περπατούσε στο δρόμο προς τα χωράφια όταν οι δρόμοι του ενώθηκαν με του Νικηφόρου. <<Ξάδελφε;>> έκανε εκείνος και ο δάσκαλος χαμογέλασε πλατιά. Οι άντρες αγκαλιάστηκαν και χτύπησαν φιλικά ο ένας τη πλάτη του άλλου. <<Έμαθα πως ήρθες κι ήλπιζα να σε πετύχω. Αν δεν το κατάφερνα και σήμερα, θα ερχόμουν από το σπίτι>> δικαιολογήθηκε ο Νικηφόρος και ξεκίνησαν να περπατούν. <<Στην Αθήνα ζω. Δεν έχει κάτι συναρπαστικό η ζωή μου...>>, <<Δεν βλέπω βέρα, άρα να υποθέσω δεν παντρέυτηκες>>. Ο Λάμπρος χαμήλωσε το χέρι του και ακούμπησε ενστικτωδώς τη βέρα του, που βρισκόταν στη τσέπη του παντελονιού του. Έπειτα έγνεψε αρνητικά. <<Όχι. Δεν παντρέυτηκα>>, <<Τουλάχιστον έχεις κάτι στη ζωή σου; Μια συντροφιά;>>, <<Μπα... Καλύτερη η μοναξιά. Το έμαθα καλά αυτό. Άσε με εμένα όμως. Εσύ; Η Ασημίνα; Δυστυχώς από εκείνη, δεν κατάφερα να μάθω και πολλά>> είπε ντροπαλά, μα ο Νικηφόρος γέλασε. <<Ναι, φαντάζομαι. Είμαστε καλά. Το μόνο αγκάθι ανάμεσα μας είναι το παιδί που δεν ήρθε όμως προσπαθούσε. Πήγαμε και σε μερικούς γιατρούς, κάνει κάποιες θεραπείες... Τώρα λέμε να πάμε σε έναν ακόμα που βρήκε η Ανέτ στο Λονδίνο>>, <<Υπέροχα. Εύχομαι ότι καλύτερο>> απάντησε τυπικά και η σκέψη του ταξίδεψε στο γιο του στην Αθήνα. <<Λάμπρο... Θα ήθελα να συζητήσουμε κάτι και να σου ζητήσω μια χάρη. Πάμε μέχρι το γεφύρι;>> είπε σοβαρά ο Νικηφόρος. <<Ναι φυσικά. Πάμε>>.

Δύο ΠρόσωπαWhere stories live. Discover now