ΤΟ ΧΑΡΤΑΚΙ

475 19 11
                                    


ΜΙΑ ΕΒΔΟΜΑΔΑ ΝΩΡΙΤΕΡΑ

Η Σία Ραζή συνήθιζε να παίρνει πάντα το πρωινό, μαζί με την κόρη της και την πιστή οικονόμο του σπιτιού της, στην Κηφισιά, την Χρυσούλα. Στη ζωή της υπήρχε απόλυτη τάξη και προγραμματισμός. <<Μαμά, βαριέμαι να κάνω γαλλικά. Εϊναι καλοκαίρι>> διαμαρτυρήθηκε η κόρη της, καθώς έτρωγε μια φέτα ψωμί με βούτυρο και μαρμελάδα βερίκοκο. <<Ακρίβως επειδή είναι καλοκαίρι, έχεις άφθονο ελεύθερο χρόνο, όσο είμαστε στην Αθήνα, να κάνεις πολλά πράγματα. Τα γαλλικά είναι μία ώρα την ημέρα και μία ώρα η μελέτη τους για το επόμενο μάθημα. Όλη την υπόλοιπη μέρα, παίζεις. Μη διαμαρτύρεσαι!>> είπε καλοσυνάτα η μητέρα της. <<Μα έχω και τα αγγλικά!>>, <<Ποτέ και τα δύο μαζί όμως, ε Λενιώ; Έλα, μη γκρινιάζεις. Μόλις τελειώσεις, θα κολυμπήσουμε παρέα>> της έταξε η γυναίκα και το κοριτσάκι χαμογέλασε γλυκά. <<Η madame Jacqueline είναι ξινή σα λεμόνι>> έκανε πονηρά το παιδί. <<Ελένη, ντροπή! Η κυρία Jacqueline είναι εξαιρετική>> τη μάλωσε η Σία. <<Φάε όμως κι άσε τα πολλά λόγια, ε; Θα ρθει η χριστιανή σε λίγο>> πέταξε η Χρυσούλα και ήπιε μια γουλιά καφέ. <<Δεν πεινάω άλλο>>, <<Χαρά στο πολύ που έφαγες>> διαμαρτυρήθηκε η οικονόμος. <<Άστην. Να πάει να ντυθεί για το μάθημα>> ζήτησε η μητέρα της και το κοριτσάκι σηκώθηκε από την καρέκλα. Το τραπέζι πλησίασε μία νεαρή καμαριέρα και χαμογέλασε πλατιά. <<Οι εφημερίδες σας κυρία Σία>>, <<Σε ευχαριστώ Μαρούλα. Άστες στο τραπέζι της βεράντας και πήγαινε να ντύσεις την Ελένη. Θα πάω έξω να τις διαβάσω, έχει ωραία δροσιά>> ανακοίνωσε στην οικονόμο που της έγνεψε αδιάφορα. Σηκώθηκε με χάρη και έπιασε τα μαλλιά της ψηλά, για να αφήσει ακάλυπτο τον λαιμό της. Στάθηκε για λίγο και κοίταξε τον κηπουρό που κλάδευε τα δέντρα του κήπου. Έπειτα έριξε μια ματιά στο εξώφυλλο της πρώτης εφημερίδας. Πάγωσε. Το επόμενο πράγμα που θυμόταν ήταν εκείνη ξαπλωμένη στο κιόσκι, πλάι στην πισίνα και την Χρυσούλα να κάνει τον σταυρό της, κρατώντας ένα μπουκάλι με καθαρό οινόπνευμα. <<ΣΥΝΕΡΧΕΤΑΙ. ΔΟΞΑ ΤΩ ΘΕΩ, ΔΟΞΑ ΜΕΓΑΛΗ!>> ούρλιαξε νευρικά και η Σία ανασηκώθηκε. <<Τι έγινε;>> ρώτησε. Μια ακόμα καμαριέρα, την κοίταξε ταραγμένα. <<Λιποθυμήσατε κυρία! Σας βρήκε ο Νίκος πεσμένη κάτω>> εξήγησε και έδειξε τον σοφέρ που στεκόταν πλάι τους. <<Τι έπαθες καρδιά μου; Να ειδοποιήσω τον Γιώργο; Να φωνάξω ασθενοφόρο; Μίλα μας!>> φώναξε η οικονόμος. <<Καλά είμαι. Καλά...>> ψέλλισε τρέμοντας. <<Τι έπαθες;>>, <<Φύγετε όλοι. Είμαι εντάξει. Χρυσούλα μείνε μόνο εσύ>> ζήτησε και όλοι απομακρύνθηκαν. <<Πού είναι η εφημερίδα;>> ρώτησε η Σία. <<Ποια εφημερίδα καλέ;>>, <<Η εφημερίδα που έφερε η Μαρούλα. Πού είναι;>>, <<Εκεί που έπεσες μάνα μου. Την εφημερίδα θα κοιτάγαμε;>>, <<Φέρτη μου>>, <<Τι;>>, <<ΦΕΡΤΗ ΧΡΥΣΟΥΛΑ!>> φώναξε η γυναίκα. Η οικονόμος, χωρίς να καταλαβαίνει, φώναξε στην καμαριέρα να φέρει γρήγορα την εφημερίδα κι εκείνη έτρεξε να τη μαζέψει. <<Ορίστε κυρία Σία!>> είπε λαχανιασμένη και η γυναίκα την βούτηξε από το χέρι της. <<ΠΡΩΤΟΦΑΝΗΣ ΓΙΑ ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΥΠΟΘΕΣΙΣ: ΖΩΝΤΑΝΗ Η ΦΟΝΙΣΣΑ ΤΟΥ ΚΑΜΠΟΥ ΕΛΕΝΗ ΣΤΑΜΙΡΗ. ΔΗΛΩΝΕΙ ΑΘΩΑ ΔΙΑ ΤΟΝ ΦΟΝΟΝ ΤΟΥ ΣΥΖΥΓΟΥ ΤΗΣ. ΣΥΝΕΧΙΖΟΝΤΑΙ ΑΙ ΕΡΕΥΝΑΙ>>. Η Χρυσούλα έφερε το χέρι της, μπροστά στο στόμα της πανικόβλητη. <<ΘΕΟΣ ΦΥΛΑΞΟΙ! Ο Χριστός κι ο δούλος! Τι λέει εδώ καλέ;>>. Παρότι είχε περάσει περισσότερο από τη μισή της ζωή, μέσα στο μεγάλο πλουσιόσπιτο της Κηφισιάς, η Χρυσούλα παρέμενε παρορμητικός και λαϊκός άνθρωπος. Σωριάστηκε δίπλα στην Σία και άρχισε να μουρμουρίζει το κείμενο του αρθρογράφου. <<Δεν αντέχω να το διαβάσω. Τι λέει;>> ρώτησε η γυναίκα, ξεφυσώντας. <<Τι να λέει; Απαπα. ΚΑΛΕ! Έχει και παιδί!>>, <<Τι; ΠΑΙΔΙ;>> έκανε τρομαγμένη η Σία κι ένιωσε πάλι όλα να μαυρίζουν γύρω της, μα ανασηκώθηκε προσπαθώντας να παραμείνει ψύχραιμη. <<Όλα αυτά τα χρόνια, ήταν λέει παντρεμένη με άλλο όνομα, με τον πρώτο ξάδελφο του εκλιπόντα συζύγου της, κύριον...>>, <<Λάμπρο. Ήταν παντρεμένη με τον Λάμπρο>> συμπλήρωσε η Σία σοκαρισμένη κι η Χρυσούλα έγνεψε θετικά. <<Ο δάσκαλος; Αυτός δεν είναι;>>. Η Σία σηκώθηκε απότομα. <<Πού την έχουν;>>, <<Πού να ξέρω καλέ;>>, <<ΔΙΑΒΑΣΕ! Πού την έχουν!>>, <<Εεεε...>>. Η Χρυσούλα έψαξε το κείμενο για μερικά δευτερόλεπτα. <<Στη Λάρισα! Χωροφυλακή Λαρίσης! Χτες την έπιασαν!>>. Η Σία έπιασε το κεφάλι με τα χέρια της. <<Πρέπει να φύγω. Πρέπει... Πρέπει να δω τι θα κάνω. Ειδοποίησε τον σοφέρ>>, <<Πού θα πας μάνα μου; Εσύ είσαι κάτασπρη!>>, <<Καλά είμαι. Πρέπει να τη βοηθήσω Χρυσούλα. Μόνο εγώ μπορώ!>>, <<Πώς να τη βοηθήσεις βρε Σία μου;>>, <<Για αρχή; Να της βρω δικηγόρο>>, <<Ε θα της βρει ο άντρας της!>>, <<Το ίδιο είμαστε; Όποιον και να της φέρει ο Λάμπρος, δεν θα καταφέρει τίποτα>>. Η Χρυσούλα την κοίταξε με δυσπιστία. <<Κι αν της βρεις εσύ δηλαδή; Τι θα γίνει;>>, <<Εγώ, μπορώ να βρω τον καλύτερο. Και ξέρω ακριβώς που θα πάω>>.

Δύο ΠρόσωπαΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα