Ο ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ

410 22 6
                                    


Ο Λάμπρος βόλεψε την πλάτη του στον καναπέ και ξεφύσηξε, πιάνοντας το κεφάλι με τα χέρια του. Όλοι στεκόντουσαν στο πλάι του, αμίλητοι και κανείς δεν έβρισκε λόγια παρηγοριάς για εκείνον. Η Βιολέτα μπήκε στο σαλόνι και στάθηκε πάνω από το κεφάλι του, κοιτώντας τον με απελπισία. <<Τζίφος. Κουβέντα δεν παίρνει. Ούτε μια μπουκιά δεν έφαγε. Θα φάει λέει όταν έρθει η μαμά του, να τον ταΐσει>> τους είπε και ένας ταυτόχρονος αναστεναγμός ακούστηκε στο σαλόνι. <<Βρε παλικάρι μου, να πάω εγώ να τον καλοπιάσω; Είμαι καταφερτζού!>> πρότεινε πρόσχαρα η Αμαλία. <<Μπα, δεν ακούει κουβέντα. Τι του έταξα, του είπα ότι θα του κάνω γλυκό, τι ότι θα του φέρω παγωτό... Έχει πεισμώσει>> απάντησε η Βιολέτα. <<Αφήστε τον>> πέταξε ο Λάμπρος ψυχρά. <<Πώς να τον αφήσουμε βρε Λάμπρο; Το παιδί περνάει δύσκολα. Δεν είναι λίγο αυτό που σας βρήκε>> είπε καλοσυνάτα ο Φανούρης. <<Θα του μιλήσω εγώ. Μόλις βρω τη δύναμη, θα του μιλήσω>> τους δήλωσε ο δάσκαλος και κανείς δεν του απάντησε, σεβόμενοι την απόφαση του. <<Τι θα κάνεις γιε μου; Πες μας, να σε βοηθήσουμε>> ρώτησε ο Μιλτιάδης. <<Δεν μπορείτε πατέρα. Κανείς δεν μπορεί. Θα κατεβάσω την Αμαλία στην Αθήνα, το πρωί, θα κάνω και μερικές δουλειές και θα γυρίσω να βρω κάποιον δικηγόρο στη Λάρισα. Θα κάνω και τα χαρτιά μου για μετάθεση στο Διαφάνι>>. Τα μάτια του Μιλτιάδη άστραψαν. <<Τι;>>, <<Ναι πατέρα. Δεν μπορώ να φύγω πλέον. Η Ελένη είναι εδώ, όλα βγήκαν στο φως άρα το καλύτερο που έχω να κάνω, είναι να ξαναγυρίσω στη θέση μου>>. Η Βιολέτα έπιασε τον ώμο του ανδρός της και χαμογέλασε αχνά. <<Καλά θα κάνεις. Να μείνεις εδώ, δίπλα μας. Να έχουμε το νου μας και τον Γιάννο. Μας έχει ανάγκη τώρα, που δεν έχει τη μάνα του>>, <<Αυτό είναι το σωστό>> συμφώνησε ο Μιλτιάδης. <<Το σωστό θα ήταν να ήμουν πλάι στη γυναίκα μου. Αυτό θα ήταν το σωστό. Ανάθεμα την ώρα που γύρισα στο χωριό. Λες και άνοιξαν οι ασκοί του Αιόλου και βγήκαν όλα στο φως!>> είπε νευρικά. Η Ασημίνα του έπιασε το χέρι. <<Είμαστε όλοι μαζί σε αυτό. Μην απελπίζεσαι. Θα σταθούμε ο ένας δίπλα στον άλλον>>, <<Κι εσύ Ασημίνα;>> τη ρώτησε με περιέργεια. <<Πρώτη απ' όλους>>.

Η Ελένη ανακάθισε και κοίταξε παγωμένα τον εισαγγελέα. <<Θέλω δικηγόρο>> είπε ψυχρά. <<Σταμίρη έχεις καταλάβει σε τι θέση βρίσκεσαι; Μίλα τώρα και θα έρθει και ο δικηγόρος σου>>, <<Δεν έχω να πω τίποτα. Θα τα πω όλα, μόνο όταν έρθει εκείνος. Δηλώνω αθώα. Δεν σκότωσα εγώ τον Σέργιο. Πιέστηκα για να δώσω την προηγούμενη μου κατάθεση>>, <<ΔΡΑΠΕΤΕΥΣΕΣ ΚΑΙ ΖΟΥΣΕΣ 6 ΧΡΟΝΙΑ ΜΕ ΠΛΑΣΤΗ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ>>, <<Γι' αυτό δηλώνω ένοχη όμως η ανάγκη με έφερε σε αυτό το σημείο. Δεν εξαπάτησα κανένα>> πέταξε, χωρίς να αλλάξει τον τόνο της. <<ΜΕ ΔΟΥΛΕΥΕΙΣ;>>, <<Θα τα πω όλα, όταν έρθει ο δικηγόρος μου. Ως τότε δεν θα μιλήσω>> δήλωσε και δαγκώθηκε ελαφρά, μην ξέροντας τι να πει ακριβώς. <<Πολύ καλά. ΠΑΡΤΕ ΤΗ ΣΤΟ ΚΡΑΤΗΤΗΡΙΟ. Και το νου σου, Σταμίρη. Έχεις πολλούς εχθρούς. Φρόντισε να είσαι υπόδειγμα>> της πέταξε απειλητικά, μα εκείνη παρέμεινε ψύχραιμη.

Δύο ΠρόσωπαWhere stories live. Discover now