Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΥΧΤΑ

504 20 4
                                    

ΔΥΟ ΜΗΝΕΣ ΝΩΡΙΤΕΡΑ

Η κυρά-Σουλτάνα άφησε το ξεσκονόπανο πίσω από την σόμπα, εκεί που συνήθιζε να το κρύβει όταν περίμενε επισκέψεις. <<ΣΗΚΩ ΜΩΡΗ, ΠΟΥ ΚΑΘΕΣΑΙ ΟΛΗ ΜΕΡΑ! ΑΧΑΜΠΑΡΗ!>> φώναξε στην κόρη της. τη Τζίνα, που έβαφε τα νύχια της με ένα περλέ μανό, έχοντας απλωμένα τα πόδια της στο τραπέζι. <<Τι θες ρε μάνα και ξεσηκώθηκες από το πρωί; Η Δρόσω θα έρθει>> είπε και συνέχισε να μασάει την τσίχλα της. <<Κάτι σε θέλει και θα έρθει! Είπε για μια δουλειά. Φρόντισε μωρή να μην δεχτείς ή να κάνεις τζιριτζάτζουλες, θα σε σκοτώσω! Πόσο ακόμα θα γυρνάς μες τα καμπαρέ; Μεγάλωσες Γιωργίτσα!>> έκανε νευρικά και σωριάστηκε σε μια καρέκλα. <<Πρώτα θα ακούσω τι με θέλει κι έπειτα θα δούμε>>, <<Να ακούσεις, είπα εγώ να μην ακούσεις; Πες της μωρή να σου βρει κανένα γαμπρό με λεφτά, να σωθούμε. Κι ας είναι χούφταλο! Κέρατο θα του ρίχνεις έτσι κι αλλιώς αλλά να βάλουμε δυο δεκάρες στην άκρη>> έκανε παρακαλετά η Σουλτάνα κι η Τζίνα ξεφύσηξε αδιάφορα. Η πόρτα χτύπησε και η γυναίκα άνοιξε βιαστικά. <<ΚΑΛΩΣ ΤΗ ΔΡΟΣΟΥΛΑ ΜΑΣ! Καλώς την κοκόνα μου! Πέρνα μέσα!>> έκανε γλυκά κι η κοπέλα άφησε ένα κουτί με πάστες στα χέρια της. <<Αμυγδάλου, που σου αρέσουν>>, <<Α ΝΑ ΧΑΘΕΙΣ ΠΑΛΙΟΚΟΡΙΤΣΟ, ΘΑ ΜΕ ΠΑΧΥΝΕΙΣ ΚΙ ΑΛΛΟ! Κάτσε μάτια μου, να σου κάνω καφεδάκι. Μωρή, γιατί δεν μου έφερες το Λενιώ, να το χαρώ;>> ρώτησε εγκάρδια. <<Είχε σχολείο. Θα στη φέρω από βδομάδα>>, <<ΑΝΤΕ ΝΑ ΣΕ ΔΩ!>> πέταξε και έφυγε για την κουζίνα. Η Τζίνα φίλησε τη Δρόσω σταυρωτά και έτριψαν τα χέρια τους. <<Ελπίζω να μην είπες στη Λίτσα πως θα ερχόμουν>>, <<Για χαζή με έχεις; Μετράω τα λόγια μου. Τι με θες; Με έφαγε η μάνα μου>>, <<Για μια δουλειά σε θέλω που αν πάει καλά, θα βγάλεις ένα διαμερισματάκι, να βάλεις μέσα την έρμη την κυρά-Σουλτάνα για τα γεράματα της>> εξήγησε με νόημα η Δρόσω. Οι καφέδες σερβιρίστηκαν κι εκείνη ήπιε δυο γουλιές πριν τους εξηγήσει. <<Μερακλίδικο τον έκανες. Όπως μ' αρέσει>>, <<Πάρε και κουλουράκι. Εγώ τα έφτιαξα! Κι ύστερα μας λες τι χρειάζεσαι>> είπε η Σουλτάνα ανυπόμονα. Η Δρόσω ανακάθισε. <<Θέλω έναν έμπιστο άνθρωπο για μια δουλειά. Αν δεν δεχτεί η Τζίνα, θα το πω στη Λίτσα. Εκείνη σίγουρα θα δεχτεί, μα εσένα σε έχω για πιο ξύπνια και σε προτίμησα>> εξήγησε σοβαρά. <<Η Λίτσα, μάνα μου, δεν κάνει ούτε για να σου φέρει το νερό. Θα μπερδευτεί. Σε μας πες τι θες>> απάντησε η Σουλτάνα κι η Τζίνα της έριξε μια παγωμένη ματιά. <<Χρειάζομαι κάποιον, να πάει να ζήσει για ένα διάστημα στο χωριό μου και να δουλέψει στο σπίτι των Σεβαστών, μέχρι να βεβαιωθώ πως η αδελφή μου είναι ασφαλής. Θα είναι τα μάτια μου και τα αυτιά μου εκεί μέσα. Κι ότι γίνεται, θα μου το λέει>>, <<Κάτσε μωρή, τι δουλειά θα κάνει εκεί μέσα;>>, <<Υπηρέτρια>> ξεκαθάρισε η Δρόσω κι η Τζίνα έβαλε τα γέλια. <<Εγώ; Υπηρέτρια σε σπίτι;>>, <<ΝΑΙ ΜΩΡΗ ΓΙΑΤΙ; ΤΙ ΘΑ ΠΑΘΕΙΣ;>> ούρλιαξε η μάνα της, μα την αγνόησε. <<Τζίνα, θέλω να το σκεφτείς σοβαρά. Θα μείνεις εκεί μέχρι να βεβαιωθώ ότι όλα είναι εντάξει. Το πολύ, ένα χρόνο. Όχι παραπάνω, πιθανόν λιγότερο. Κι έπειτα θα γυρίσεις και με τα λεφτά που θα έχεις βγάλει, θα μπορέσετε να φύγετε από δω. Να πάρετε ένα διαμέρισμα σε κάποια καινούργια πολυκατοικία. Αν δεν θες...>>, <<ΤΙ ΛΕΣ ΒΡΕ ΚΟΚΟΝΑ ΜΟΥ; ΓΙΑΤΙ ΝΑ ΜΗ ΘΕΛΕΙ; ΜΙΛΑ ΜΩΡΗ!>> έκανε η Σουλτάνα και έσπρωξε την κόρη της. <<Τι θες να κάνω εκεί;>> ρώτησε η Τζίνα. <<Τίποτα και τα πάντα. Θα βοηθάς στις δουλειές. Έμαθα ψάχνουν κοπέλα. Αν πεις το ναι, θα πάμε μαζί ως τη Λάρισα κι από κει θα πάρεις το λεωφορείο για το χωριό. Κι αν καταφέρεις να σώσεις αυτό που προβλέπω πως έρχεται, εγώ θα σε ανταμείψω. Τι λες Τζίνα; Μπορείς να αφήσεις τα καμπαρέ για λίγο;>> ρώτησε χαμογελώντας η Δρόσω. Η κοπέλα ήπιε μια γουλιά καφέ. <<Πότε φεύγουμε;>> ρώτησε κι η Σουλτάνα, την άρπαξε από το λαιμό και τη φίλησε. <<ΜΠΡΑΒΟ ΜΩΡΗ! ΜΙΑ ΦΟΡΑ, ΣΚΕΦΤΗΚΕΣ ΣΩΣΤΑ! Α ΝΑ ΧΑΘΕΙΣ, ΜΕ ΣΥΓΚΙΝΗΣΕΣ!>> πέταξε χαρούμενα και την αγκάλιασε.

Δύο ΠρόσωπαWhere stories live. Discover now