ΜΑΡΙΑ

609 22 0
                                    

ΜΑΡΤΙΟΣ 1966

Η Μαρία στάθηκε στην αυλή του σπιτιού της, κοιτάζοντας τα λουλούδια της, με μάτια δακρυσμένα και τύλιξε τα χέρια της γύρω από τη κοιλιά της. Ο αέρας ήταν παγωμένος και το νυχτικό της, δεν κάλυπτε το σώμα της αρκετά, για να το προστατεύσει από το κρύο. Σχεδόν έτρεμε από ταραχή και ένιωθε έναν κόμπο στο στομάχι. Ο άντρας της, την πλησίασε δειλά και ακούμπησε τα χέρια του στη μέση της. <<Συγνώμη. Σε παρακαλώ, ηρέμησε, μην κάνεις έτσι. Δεν... Δεν ξέρω πως μου ξέφυγε αλλά σου ζητάω ειλικρινά συγνώμη>> είπε μετανιωμένος. <<Ακόμα με λες έτσι;>> τον ρώτησε, χωρίς να τον κοιτάζει. <<Τι; Όχι!>>, <<Μέσα σου, ακόμα με λες με αυτό το όνομα;>> επέμεινε νευρικά. <<Όχι ζωή μου!>>, <<Αποφεύγεις να με λες Μαρία. Αγάπη μου, καρδιά μου, ζωή μου, ανάσα μου... Ποτέ Μαρία>> ψέλλισε. <<Αυτό είναι ψέμα κορίτσι μου!>>, <<Να το πάλι... Ακόμα να το δεχτείς>>. Ο Λάμπρος την αγκάλιασε κι έσφιξε το κορμί του, πάνω στο δικό της. Έπιασε με τα χέρια του τα δικά της και φίλησε απαλά το πίσω μέρος του κεφαλιού της. <<Τόσο σημασία έχει, αν σε λέω Μαρία ή σε φωνάζω αγάπη μου;>>, <<Και τι έχει σημασία;>> ρώτησε λυπημένα. <<Ότι είσαι η γυναίκα μου, η μάνα του παιδιού μου και ο μοναδικός μου έρωτας σε αυτή τη ζωή. Και σ' αγαπάω όσο τίποτα. Έκανα ένα λάθος. Θα με σκοτώσεις; Πάμε μέσα. Θα κρυώσεις. Σε παρακαλώ>> της ψιθύρισε και τη φίλησε μαλακά στο κεφάλι, οδηγώντας την ξανά στο σπίτι.

Έκατσε στο πλάι του κρεβατιού τους κι εκείνος έκανε το ίδιο, ακουμπώντας το στέρνο του, στη πλάτη της. <<Μη μου κρατάς κακία, ζωή μου>> της είπε παρακαλετά και εισέπνευσε το άρωμα από τα μαλλιά της. <<Μου έλειψες τόσο πολύ>> ψιθύρισε λάγνα, μα εκείνη τραβήχτηκε. <<Δεν έχω όρεξη πια. Συγνώμη...>> ψέλλισε. Ο Λάμπρος την έπιασε από τους καρπούς και τη γράπωσε στην αγκαλιά του. Έγειρε τον δείχτη του χεριού του στο πηγούνι της. Εκείνη άνοιξε το στόμα της για να πάρει μια ανάσα. Τα μάτια τους έμειναν αιχμάλωτα, ώσπου τη φίλησε. Τα χείλη του σύρθηκαν πάνω στα δικά της, σε ένα μακρόσυρτο βαθύ φιλί. Εκείνη αναρίγησε και ένιωσε μια έξαψη να την κυριεύει. Τύλιξε τα χέρια της στον λαιμό του, ενώ τα δικά του γλίστρησαν στα πλευρά της, θωπεύοντας τις καμπύλες της. Η χούφτα του έσφιγγε τη σάρκα της κι εκείνη βόγκιζε έκπληκτη κι ερεθισμένη. Έβγαλε τη ρόμπα της αργά και χαμογέλασε. Το νυχτικό της, τον τρέλανε. Το στήθος της διαγραφόταν από μέσα, σκληρό και διογκωμένο. Τα μάτια της γυάλιζαν, σημάδι πως το σώμα της ήταν έτοιμο για εκείνον. Κατέβασε τις ράντες από το νυχτικό και δάγκωσε τις ρώγες της, που τόση ώρα τον προκαλούσαν να δεχτεί την γλύκα τους. Το στόμα του κλείνει γύρω από το στήθος της, πιπιλώντας και στριφογυρίζοντας την γλώσσα του, ολόγυρα, ρουφώντας με δύναμη. Χαμήλωσε τον κορμό του και το στόμα του περιπλανήθηκε στο δέρμα της κοιλιάς της. Τα χέρια του γατζώθηκαν από το εσώρουχο της και το κατέβασαν προκλητικά. Το άγγιγμα από τη γλώσσα του, την έκανε να ανατριχιάσει ολόκληρη. Ήταν αμίλεικτη, ανελέητη. Η Μαρία βογκάει και γραπώνει τα μαλλιά του, ανασηκώνοντας τη μέση της. Τα χείλη του, την καταβροχθίζουν, φιλώντας και ρουφώντας την δυνατά και τα χέρια του οδηγούνται στο στήθος της. Πριν φτάσει στο χείλος της απελευθέρωσης, σταματά και ανασηκώνει το κορμί του. Γλίστρησε μέσα της μαλακά και νιώθει τα δάχτυλα της να σφίγγουν τη πλάτη του, παλεύοντας να μην ουρλιάξει από ηδονή. Το κεφάλι της τινάζεται αισθησιακά προς τα πίσω. Εκείνος το σηκώνει για να την κοιτάξει. Πιέζει το μέτωπο του στο δικό της, νιώθοντας την καυτή ανάσα της στο στόμα του. Έχει λαμπερό βλέμμα, ικανό να ζεστάνει ακόμα και τη πιο παγωμένη νύχτα. Εκείνη δυσκολεύεται να κοντρολάρει την αναπνοή της και τους χαμηλόφωνους αναστεναγμούς της. Το σώμα της ανατριχιάζει καθώς το οδηγεί προς τα πίσω, και τον νιώθει βαθύτερα μέσα της. Μάχεται να κρατήσει τα ουρλιαχτά της εγκλωβισμένα, κλείνοντας με το χέρι το στόμα της. Η απουσία τον ημερών, τον κάνει να μη σταματάει να κινείται μέσα της. Σέρνει το χέρι του στο λαιμό της και τον σφίγγει ελαφρά, ίσα να νιώθει πως την αγγίζει. Το στόμα του περιπλανιέται στο λαιμό της, πιάνοντας τις δονήσεις των παλμών της. Το πρόσωπο της αναψοκοκκινισμένο, μουσμενένο στον ιδρώτα. Γλιστρούν στα σεντόνια που είναι μούσκεμα. Εκείνος συνεχίζει να λικνίζεται μέσα της. <<Μη με αφήνεις>> ψέλλισε με τα χείλη της κολλημένα στα δικά του. Σφίγγει αδύναμα το μπράτσο του και τρέμει ολόκληρη. Ο Λάμπρος σπρώχνει βαθύτερα μέσα της για να αισθανθεί καλύτερα την ολοκλήρωση της. Το σώμα της υποκύπτει σε μια σειρά από δυνατούς σπασμούς. Τραβιέται από μέσα της, και γυρίζει μπρούμυτα το κορμί της, πιάνοντας τους γοφούς της, με μία διαφορετική διείσδυση αυτή τη φορά. Η άρνηση της για άλλο παιδί, τους έκανε να μάθουν να απολαμβάνουν τον έρωτα και διαφορετικά. Εκείνη κλαψουρίζει σιγανά. Δεν της αρέσει πάντα αυτή η αίσθηση. Παρόλα αυτά, τρέμει ακόμα από ηδονή κι εκείνος τελειώνει με τρεις βαθιές ωθήσεις, κρατώντας το σώμα της ακίνητο και γεμίζοντας φιλιά το σβέρκο της.

Πέφτει δίπλα της εξαντλημένος από την ένταση τους, χορτασμένος από έρωτα, με τα πόδια τους μπλεγμένα μεταξύ τους. <<Μη ντυθείς. Θέλω να αγγίζω το δέρμα σου όλο το βράδυ>> της ψιθυρίζει τρυφερά, κι εκείνη γυρίζει τη πλάτη της σε εκείνον και κουρνιάζει στην αγκαλιά του. <<Συγνώμη για πριν. Ήμουν υπερβολική>> ψελλίζει ντροπαλά. <<Όχι καρδιά μου. Όχι. Μην το ξαναπείς. Εγώ φταίω. Δεν ξέρω πως... Τέλος πάντων. Κοιμήσου μάτια μου>>, <<Κι εσύ;>>. Ο Λάμπρος χαμογέλασε. <<Ε άσε με λίγο να σε χορτάσω. Τόσα βράδια κοιμόμουν μοναχός. Μου έλειψε να σε κοιτάζω>> της είπε χαμογελώντας ντροπαλά. Η Μαρία έκλεισε τα μάτια της και αποκοιμήθηκε σχεδόν αμέσως. Έμεινε να την ακουμπάει, με τα ακροδάχτυλα του και μετράει τις ανάσες της. <<Μαρία;>> έκανε σιγανά λίγη ώρα αργότερα. Η κοπέλα δεν τον άκουσε. Ο ύπνος της ήταν ήρεμος, βαθύς, χωρίς έννοιες. Τη φίλησε απαλά στο κεφάλι. <<Ότι και να γίνει, όσα χρόνια κι αν περάσουν, θα είσαι πάντα το Λενιώ μου. Κι ας μην μπορώ να σε λέω πια έτσι>> είπε και έκλεισε κι εκείνος τα μάτια μου.

Δύο ΠρόσωπαWhere stories live. Discover now