ΖΗΛΙΑ

863 24 0
                                    


Η Ελένη μπήκε λίγες ώρες αργότερα στο καφενείο, κρατώντας το δίχτυ για τα ψωνια. Όσο και να προσπαθούσε, το χαμόγελο δεν μπορούσε να σβήσει από το πρόσωπο της. <<Καλώς την>> είπε εύθυμα η Βιολέτα. <<Καλημέρα>> ψέλλισε δειλά και τα μάγουλα της κοκκίνισαν, λες και ήθελε να κρύψει κάτι. <<Όλα καλά;>>, <<Ναι... Τα ίδια>> απάντησε η Ελένη, όσο πιο αδιάφορα μπορούσε. <<Βγήκε ο Λάμπρος σήμερα, το έμαθες;>> τη ρώτησε εύθυμα. <<Εε.. Ναι. Συνάντησα την Ανέτ τυχαία χτες το βράδυ και μου το είπε. Βγήκε ήδη;>> έκανε με ενδιαφέρον. Δεν πρόλαβε να απαντήσει η Βιολέτα και η πόρτα του καφενείου άνοιξε. Ο Μιλτιάδης μπήκε μέσα και ο Λάμπρος τον ακολούθησε, περπατώντας αργά, μιας και το τραύμα τον τραβούσε ακόμα. Έριξε τα μάτια του πάνω της. Σχεδόν την έγδυνε με το βλέμμα του. <<Καλημέρα>> είπε ο Μιλτιάδης και όλοι ενθουσιάστηκαν. <<Περαστικά δάκαλε! Καλώς μας ήρθες! Σιδερένιος!>> ήταν μερικές από τις ευχές που ακούστηκαν από τους συγχωριανούς του. Εκείνος πλησίασε δειλά την Ελένη. <<Περαστικά δάσκαλε>> του πέταξε αμήχανα. <<Ευχαριστώ. Και ευχαριστώ και για ότι έκανες>> της απάντησε ντροπαλά κι εκείνη χαμήλωσε το κεφάλι. <<Δεν έκανα τίποτα. Αφού όλα πήγαν καλά...>>. Προσπαθούσε να μην κοιτάζει τα μάτια του, που την έκαιγαν ολόκληρη. <<Βιολέτα, κέρασε όλους μια γύρα τσίπουρα, για το γιο μου, που βγήκε σώος>> ζήτησε ο Μιλτιάδης και όλοι έγνεψαν να τον ευχαριστήσουν. <<Κάτσε να πιεις μαζί μας ένα ποτηράκι>> πρότεινε ο δάσκαλος στην Λενιώ, μα εκείνη αρνήθηκε ευγενικά. <<Έχω δουλειές. Ευχαριστώ πάντως>>. Ο άντρας πήγε όσο πιο κοντά της μπορούσε. <<Θέλω να σε δω>> είπε σχεδόν ψιθυριστά. Η Ελένη ανασήκωσε τον κορμό της, με αμηχανία. <<Αργότερα>> διάβασε τα χείλη της και έγνεψε καταφατικά. Η Βιολέτα που στεκόταν από πίσω, τους παρατήρησε με περιέργεια.

Περπατούσε στο δρόμο για το σπίτι της η Ελένη, όταν έστριψε και αποφάσισε να περάσει από το σπίτι του Ταξίαρχου πρώτα, για να συναντήσει τον Θωμά. Πριν προλάβει να χτυπήσει την πόρτα, εκείνος άνοιξε βιαστικά και έπεσε μπροστά της. <<Ετοιμαζόμουν να σου χτυπήσω...>> του είπε χαμογελώντας. Εκείνος χάρηκε που την είδε. Δεν περίμενε να τον πλησιάσει από μόνη της. <<Πώς κι από δω;>> ρώτησε με απορία. <<Ήθελα... Ήθελα να σε καλέσω να φάμε μαζί το μεσημέρι. Αν δεν έχεις κάτι άλλο να...>>, <<Θέλω!>> τη διέκοψε, εύθυμα. Η Λενιώ ένιωσε έναν κόμπο στο στομάχι. Εκείνη θα του ζητούσε να κρατήσουν μία απόσταση ενώ αυτός πίστευε ότι θα έπεφτε μετανιωμένη για τη συμπεριφορά της στην αγκαλιά του. Συνέχισε το δρόμο της, προσπαθώντας να φέρει τη σκέψεις της σε μία σειρά.

Δύο ΠρόσωπαWhere stories live. Discover now