ΠΡΟΤΑΣΗ

680 23 0
                                    

ΔΥΟ ΜΗΝΕΣ ΑΡΓΟΤΕΡΑ

Η Παγώνα ήπιε μερικές γουλιές από τον καφέ της και κοίταξε συνωμοτικά την Ουρανία, που έραβε τα κουμπιά από ένα γαλάζιο φόρεμα. <<Της Λενιώς είναι αυτό;>> ρώτησε η Ρίζω πονηρά. Η μοδίστρα έγνεψε θετικά. <<Πάνε και τα μαύρα...>> σχολίασε η μαμή. <<Ε ντάξει, ένα βράδυ έμειναν παντρεμένοι. Πόσο να τον πενθήσει;>>. Η Παγώνα άφησε το φλιτζανάκι στο τραπέζι. <<Σωστά. Άλλωστε πλέον, άλλος μπήκε μες το σπίτι...>>. Η Ουρανία χαμογέλασε αχνά. <<Για τον δάσκαλο λέτε;>>, <<Ε καλά. Μάτι βγάζει πια. Όλο το χωριό το έχει πάρει χαμπάρι>> πέταξε η Ρίζω. <<Γιατί καλέ; Το κρύβουν; Η Ζαχαρούλα που μένει κοντά στο σπίτι του δασκάλου, μου λέει πως ούτε πατάει πια ο λεγάμενος. Να δεις μένουν μαζί>> σχολίασε η Παγώνα. <<Εμ τι; Χώρια; Λες να έφυγε ο Λάμπρος από το πατρικό του για να γίνει εργένης, να κάνει φασίνα και να πλένει σώβρακα; Άσε που τους έχουν δει και μαζί>> έκανε η Ρίζω. <<Ποιος καλέ;>> ρώτησε με περιέργεια η Ουρανία. <<Η Πόπη του Τάσου. Πήγαινε προς τα χωράφια της και πέρασε από της Λενιώς. Εκεί ήταν ο λεγάμενος, μίλαγε με τον Φανούρη>>, <<Κι αυτή η Μερόπη, σφίγγα. Τη ρώτησα πριν κάτι μέρες και έκανε την άσχετη. Που σιγά μη δεν ξέρει!>> πέταξε η Παγώνα εκνευρισμένα. <<Κι η Θεοδοσία ξέρει. Αμέ. Ακούει Ελένη και ασπρίζει από το κακό της. Άσε που έχει εξαφανιστεί από το χωρίο>>, <<Αμ η άλλη; Πατάει ποτέ; Σπάνια την βλέπουμε πια>>. Η Ρίζω γέλασε πονηρά. <<Η άλλη... θα είναι τώρα στα μέλια. Τι να έρθει να κάνει καλέ; Να δει εμάς. Βλέπει άλλα...>>. Η Ουρανία και η Παγώνα χαχάνισαν. <<Πάψε καλέ. Ντροπή...>>, <<Εγώ ντροπή; Αυτοί τα κάνουν, εγώ θα ντραπώ; Θεός φυλάξοι...>>

Ο Μάιος ήταν ο πιο θερμός των τελευταίων ετών στο Διαφάνι. Έλιωνε ο τόπος και η θερμοκρασία ανέβηκε πάνω από τους 35 βαθμούς. Ο ιδρώτας έτρεχε ποτάμι πάνω στο κορμί του Λάμπρου και της Ελένης, που είχαν παραδοθεί στο πάθος τους, εκείνο το Κυριακάτικο πρωινό, που ξύπνησαν χωρίς έννοιες και πίεση χρόνου. Είχε στερεώσει το κορμί της στο τοίχο της κρεβατοκάμαρας. Εκείνη είχε τυλίξει τα πόδια της γύρω από τον κορμό του. Την κρατούσε από τους γοφούς και έμπαινε μέσα της γρήγορα και με ένταση. Εκείνη ήταν ανήμπορη να διαχειριστεί την έξαψη του κορμιού της και ένιωθε παραδομένη ολοκληρωτικά σε εκείνον. Το στήθος της σκληρό και διογκωμένο, ακουμπούσε πάνω στο δικό του. Αντάλλαζαν ανάσες που έτρεμαν, κάθε φορά που εισέβαλε δυνατά στο σώμα της. Οι αναστεναγμοί και τα βογγητά γέμιζαν το δωμάτιο. Το κορμί της από τον ιδρώτα γλιστρούσε από τα χέρια του. Καθώς πλησίαζαν προς την κορύφωση, τύλιξε τα χέρια της πιο σφιχτά στο λαιμό του κι έβγαλε μια μικρή κραυγή. Το τρέμουλο απλωνόταν σε όλο της το σώμα και ανασήκωσε τα πόδια της πιο ψηλά στη πλάτη του. Κάποιες τελευταίες διεισδύσεις κι έπειτα το πάθος κόπασε. Την άφησε στο κρεβάτι κι εκείνη τυλίχθηκε παιχνιδιάρικα με το σεντόνι και ξάπλωσε μπρούμητα, αφήνοντας την πλάτη της γυμνή κι εκτεθειμένη σε εκείνον. Τη φίλησε στη ραχοκοκαλιά και ξάπλωσε δίπλα της. <<Νιώθω να καίγομαι>> του είπε, ανασαίνοντας βαριά. <<Κι εγώ>> της απάντησε πονηρά. <<Απ' τη ζέστη. Μα είναι δυνατόν; Δηλαδή τον Αυγούστο, τι θα γίνει;>> αναρωτήθηκε η Ελένη. Έστρωσε τα μαλλιά του με τα χέρια του και τη φίλησε ξανά. <<Δεν με νοιάζει>> πέταξε αδιάφορα. <<Δεν σε νοιάζει; Δεν σε νοιάζει αν θα πεθάνουμε από τη ζέστη;>>. Ο Λάμπρος γέλασε. <<Ο παράδεισος μας είναι μέσα στη κόλαση. Λογικό να κάνει τόση ζέστη>>. Η Ελένη ανασηκώθηκε και ακούμπησε το κέφαλι στο χέρι της. <<Χάζεψες σαν να μου φαίνεται>> παρατήρησε χαμογελώντας. <<Ξύπνησα, πλαί στη γυναίκα της ζωής μου, είναι Κυριακή, την... άγγιξα..., γιατί να μην χαζέψω; Σάμπως και γινόταν ανέκαθεν αυτό;>> της απάντησε, χουζουρεύοντας στο μαξιλάρι του. Η γυναίκα λούφαξε δίπλα του. <<Μάλιστα. Εγώ λέω πάντως να πας, να ρίξεις λίγο νερό στο πρόσωπο σου, να ρίξω κι εγώ λίγο, γιατί μάλλον σε πείραξε η ζέστη>> πέταξε κεφάτα κι εκείνος τη κοίταξε λοξά. <<Με εμπαίζεις Σταμίρη;>> τη ρώτησε καθώς το στόμα του γράπωσε το δικό της και το χέρι του μπλέχτηκε στα μαλλιά της. <<Μήπως να σηκωθούμε;>> έκανε αφού βρήκε την ανάσα της μετά το φιλί τους. <<Μήπως όχι;>> της απάντησε εκείνος και σκέπασε το κορμί της με το δικό του, τινάζοντας το σεντόνι από πάνω της.

Δύο ΠρόσωπαWhere stories live. Discover now