ΔΡΟΣΩ

408 23 0
                                    


ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 1959


<<Τράβα μωρή να φέρει κι άλλο καθαρό νερό, τι κάθεσαι και κοιτάς;>>. Η μαντάμ Κούλα, γεμάτη ταραχή, έβαλε στα χέρια της Τζίνας, μιας νεαρής με κοντό λουλουδάτο φόρεμα και ξύλινα τσόκαρα που έκαναν θόρυβο καθώς περπατούσε, μια μεγάλη λεκάνη και την έσπρωξε να πάει προς την κουζίνα. Εκείνο το καυτό πρωινό του Αυγούστου, το σπίτι της γυναίκας, στην περιοχή Μανιάτικα του Πειραιά, ήταν γεμάτο κόσμο με αφορμή μία γέννα. Πέντε μήνες πριν, είχε φτάσει στο μαγαζί Χαβάι της Τρούμπας ένα κορίτσι, σαν άγγελος, με την κοιλιά ελάχιστα φουσκωμένη και τον πατέρα του παιδιού να μην γνωρίζει καν την ύπαρξη του για να ζητήσει δουλειά. <<Είδα την ταμπέλα πως ζητάτε τραγουδίστρια. Θα θέλατε να με ακούσετε; Έχω καλή φωνή>> είχε πει ντροπαλά στην Κούλα και τον Νώντα, που ένιωσαν ξαφνικά πως τους χαμογέλασε η τύχη. Η νεαρή ερχόταν από ένα χωριό της Θεσσαλίας και είχε ανάγκη από χρήματα. Δεν έμοιαζε με τις άλλες κοπέλες που δούλευαν στο μαγαζί. Φαινόταν αθώα και χαμηλοβλεπούσσα. Είχε μεγαλώσει σε μία αυστηρή οικογένεια, γεμάτη αγάπη και κατανόηση. Η ψυχή της ήταν αγνή και τα μάτια της γεμάτα φόβο. Σίγουρα πολλοί πελάτες θα την ήθελαν για συντροφιά τους. Η μαντάμ Κούλα, τη λυπήθηκε. Η διαφορετικότητα της και το θλιμμένο της πρόσωπο που φωτιζόταν από δύο μεγάλα γαλανά μάτια, τη συγκίνησε. Την πήρε υπό την προστασία της, τη βοήθησε να νοικιάσει ένα δωμάτιο κοντά στο Πασαλιμάνι και πέντε μήνες μετά, την πήρε σπίτι της για να την προσέχει μέχρι να γεννήσει. Ξημερώματα επέστρεψε από τη Χαβάι, η Κούλα, και τη βρήκε να κοιλοπονάει στο κρεβάτι και τα νερά να έχουν σπάσει. Βγήκε σαν τρελή και χτύπησε την πόρτα του διπλανού σπιτιού, που νοίκιαζε μία άλλη κοπέλα της Χαβάις, η Λίτσα. <<Τι έγινε ρε Κούλα; Να μην κλείσουμε το μάτι μας κομμάτι; Πώς το βλέπεις;>>, <<Μωρή τον καημό σου είχα; Τρέχα ξύπνα τη Τζίνα και τη μάνα της, τη κυρά-Σουλτάνα, τη μαμή! Γεννάει η Δροσούλα!>>, <<ΤΙ; Σπάσαν τα νερά;>>, <<Τι σου λέω μωρή; Τρέχα και δεν ξέρω τι να κάνω!>> ούρλιαξε νευρικά και η Λίτσα έφυγε με μιας.

Είχε φτάσει σχεδόν μεσημέρι, και η Σουλτάνα Γιατζόγλου, ακόμα πάλευε να λευτερώσει την Δρόσω από το παιδί που δεν έλεγε να βγει. Ήταν μία Σμυρνιά, που ήρθε στην Ελλάδα το 1922, 18 χρονών και ήδη χήρα, μιας και τον λεβέντη της, τον σκότωσαν οι Τούρκοι <<Που κακό ψόφο να χουν...>> όπως συνήθιζε να λέει. Δεν ξαναπαντρεύτηκε ποτέ, μα λίγα χρόνια αργότερα, ένας αγαπητικός που είχε, παντρεμένος με τρία παιδιά, τη φούσκωσε και εκείνη, μιας και δεν είχε κανέναν για τα γεράματα της κι ούτε σκόπευε να παντρευτεί με προξενιό, το κράτησε και του έδωσε το όνομα του μακαρίτη του άντρα της. Γεωργία. Από μικρή φαινόταν η Γωγούλα, πως ήθελε να βάλει το χέρι της στο μέλι και στα 15 της, έχασε την παρθενιά της από τον καθηγητή των μαθηματικών της στο γυμνάσιο κι έπειτα τον έναν αγαπητικό έπιανε, τον άλλον άφηνε. Η μάνα της, χρόνια μαμή που ξενόπλενε για να τα βγάζουν πέρα, δεν έκατσε να σκάσει. <<Ή θα βρεις μωρή να τυλίξεις κανέναν καλό γαμπρό ή θα βάλουμε μέσον την μαντάμ Κούλα, τη γειτόνισσα, να σε πάρουν στο μαγαζί, να βγάζεις και κανένα καλό μεροκάματο. Πηδιέσαι που πηδιέσαι, σου βάζει που σου βάζει χέρι ο ένας κι ο άλλος, τουλάχιστον να βγάζεις και κανέναν παρά, να μην ξενοπλένω κι εγώ στην ηλικία μου>>. Ένιωθε πως της είχε υποχρέωση της Κούλας και μόλις της είπε η Λίτσα, πως γεννάει η προσταυτευόμενη της, η Δροσούλα, ξύπνησε την κόρη της που μόλις είχε πλαγιάσει κι έτρεξαν να την ξεγεννήσει. <<Κάνε ένα κουράγιο, γιαβρί μου. Είναι μπελαλίδικο το άτιμο και κατεβαίνει κι ανάποδα. Να δεις τσούπρα είναι, αυτές είναι τσαούσες!>> έκανε η μαμή, μα όλες την κοιτούσαν φοβισμένες. <<Ρε μάνα, δεν τα ξέρεις κι όλα. Μήπως να φέρουμε κανά γιατρό;>>, <<Τι παραπάνω ξέρει ο γιατρός από μένα μωρή; Κι άντε και πούμε να τον φέρουμε, ποιος θα έρθει εδώ μέσα με όλες εμάς τις παστρικιές;>>, <<Τόσους πελάτες έχουμε στο μαγαζί>> πέταξε η Λίτσα. <<Παντρεμένοι όλοι. Μην το συζητάτε, εγώ θα την ξεγεννήσω. Πρώτη φορά είναι που δεν μου πάει μια γέννα ρολόι; Θα κάνει ένα κουραγιο η Δροσούλα και θα βγει το μωρό. Έλα πάμε πάλι κοκόνα μου>>. Η κοπέλα έβγαλε μια κραυγή και ένιωσε το σώμα της παραλύει, μα και πάλι δεν έγινε τίποτα.

Δύο ΠρόσωπαOnde as histórias ganham vida. Descobre agora