ΑΠΟΚΑΛΥΨΕΙΣ

693 22 0
                                    

Η Ελένη τους πλησίασε, κοιτώντας τον ψυχρά. <<Μαμά, γιατί σε είπε Ελένη;>> ρώτησε με απορία ο μικρός. Εκείνη του χαμογέλασε αχνά. <<Μπερδεύτηκε Γιάννο μου. Γεια σου Μιλτιάδη>> έκανε και τα μάτια της βυθίστηκαν στα δικά του. Ο άντρας δεν απάντησε. Κατάπιε το σάλιο του και συνέχιζε να την παρατηρεί σοκαρισμένος. Ήταν ίδια. Μικρές αλλαγές υπήρχαν πάνω της. Η Ελένη χάιδεψε το κεφάλι του μικρού. <<Έλα μέσα Μιλτιάδη>> του πρότεινε απότομα και έφυγε για να την ακολουθήσει. Εκείνος περπάτησε μηχανικά. Το σπίτι ήταν λιτό και τακτοποιημένο. Υπήρχε ένα μικρό φθαρμένο πράσινο σαλονάκι και δίπλα φαινόταν η μικρή κουζίνα. Το μάτι του έπεσε στη φωτογραφία από το γάμο τους. Η Ελένη φορούσε ένα απλό άσπρο φόρεμα και η κοιλιά της ήταν πολλή φουσκωμένη. Ίσως ήταν στο μήνα της. Την έπιασε και την περιεργάστηκε. <<Ζεις>> ψέλλισε χωρίς να πάρει τα μάτια του από εκείνη τη φωτογραφία. <<Ή ζω ή βλέπεις φάντασμα. Μάλλον το πρώτο>> πέταξε αδιάφορα. <<Τώρα εξηγούνται όλα. Τώρα δένουν τα κομμάτια. Δεν σε εγκατέλειψε ο Λάμπρος. Έφυγε για να σε σώσει. Γι' αυτό δεν γυρνάει στο χωριό>>. Η φωνή του σχεδόν δεν έβγαινε. <<Πώς έφτασες σε μας; Μόνο αυτό με ενδιαφέρει. Τυχαία;>> τον ρώτησε ταραγμένα. <<Η Βιολέτα άκουσε τον Λάμπρο να μιλά στο τηλέφωνο μαζί σου, όταν ήρθε στο χωριό. Μου το είπε και ήρθα να τον βρω για να μάθω τι συμβαίνει>> είπε τη μισή αλήθεια, για να μην την ταράξει άλλο. Δεν θα επέτρεπε έτσι κι αλλιώς ποτέ να μάθει κάποιος άλλος αυτό που μόλις αντιλήφθηκε ο ίδιος. Εκείνη ανάσανε ξανά. <<Ωραία. Τι άλλο θέλεις τώρα;>>, <<Ελένη τι λες; Καταλαβαίνεις πως νιώθω; Έχω έναν εγγονό κι εσύ είσαι ζωντανή. Πώς; Δεν ήσουν μέσα στο αυτοκίνητο;>>, <<Όσα λιγότερα ξέρεις, τόσο καλύτερα. Ο μικρός δεν έχει ιδέα κι εμείς αφήσαμε πίσω τα πάντα. Δεν υπάρχει το χωριό για μένα>>. Ο Μιλτιάδης την κοίταξε αυστηρά. <<Ούτε εμείς; Η αδελφή σου που σε μοιρολογάει τόσα χρόνια; Ο Φανούρης που φροντίζει τα χωράφια σου λες κι είσαι εκεί; Κανείς Ελένη;>>. Η γυναίκα του έριξε μια ματιά γεμάτη θυμό. <<ΣΚΑΣΕ! ΜΗ ΜΕ ΛΕΣ ΕΤΣΙ. ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ Η ΕΛΕΝΗ. ΚΙ ΕΧΩ ΠΑΛΕΨΕΙ ΠΑΡΑ ΠΟΛΥ ΓΙΑ ΝΑ ΤΑ ΘΑΨΩ ΟΛΑ>>. Ο Μιλτιάδης σωριάστηκε στον καναπέ κι έπιασε το κεφάλι με τα χέρια του. <<Γιατί δεν μας είπατε την αλήθεια; Θα σας πρόδιδε κανένας από εμάς;>>, <<Γιατί ο διάολος έχει πολλά ποδάρια Μιλτιάδη. ΕΝΑ αφήσαμε λίγο ελεύθερο και βρέθηκες στη πόρτα μας. Κι αν ο επόμενος, είναι ο Δούκας; Τι θα απογίνω εγώ και το παιδί μου; Ντρέπομαι ακόμα που τον γέννησα... Μια μάνα φόνισσα, κυνηγημένη...>>, <<Μη μιλάς έτσι>> της ζήτησε καλοσυνάτα ο πεθερός της. <<Μες στη φυλακή κατάλαβα πως ήμουν έγκυος. Σώθηκα, ήρθε ο μικρός αλλά ορκίστηκα πως άλλο παιδί δεν θα κάνω. Δεν θα έφερνα και άλλον άνθρωπο στον κόσμο υπό αυτές τις συνθήκες. Κι αν κάτι μου συμβεί, να έχει ένα παιδί ο Λάμπρος. Να μη φορτωθεί κι άλλο>>. Της έπιασε τον ώμο και την άγγιξε απαλά. <<Αφού ήθελες να μας ξεγράψεις, αφού έπρεπε πιο σωστά, γιατί του έδωσες το όνομα του γιου μου;>>, <<Γιατί του το υποσχέθηκα. Ήρθε στον ύπνο μου όταν ήμουν στο κελί και μου είπε ότι θα μας προστατεύσει και να δώσω το όνομα του στο παιδί...>> ψέλλισε κλαίγοντας και τα μάτια του άντρα γέμισαν δάκρυα. <<Φύγε Μιλτιάδη. Φύγε και ξέχασε ότι είδες. Θάψε το μέσα σου. Πες πως πέθανα τότε. Αν μας αγαπάς, ξέχνα τα όλα>>.

Δύο ΠρόσωπαWhere stories live. Discover now