ΜΑΡΙΑ

576 21 5
                                    

ΜΑΡΤΙΟΣ 1966

Η Αμαλία Ιορδάνου ήταν σύζυγος πρώτου μηχανικού και στην ουσία, είχε ζήσει τα 3/4 της έγγαμης ζωής της, μοναχή της. Τα παιδιά της, όταν έφτασαν τα 18, έφυγαν για σπουδές στο εξωτερικό, μιας και η οικονομίκη κατάσταση της οικογένειας, το επέτρεπε κι εκείνη, κουρασμένη πια να ζει σε μία μοναξιά διαρκείας, αποφασίσε να μετακομίσει μόνιμα στο εξοχικό σπίτι της οικογένειας, στον Ωρωπό για να έχει δίπλα της, τη μεγάλη της αγαπη. Τη θάλασσα. Κολυμπούσε χειμώνα/καλοκαίρι, με κύμα ή χωρίς, με κρύα και με ζέστες, μόνη ή με παρέα. Είχε βρει το νόημα της ζωής της. Η πιο συνηθισμένη συντροφιά της στο κολύμπι, ήταν η γλυκιά και χαμηλών τόνων γειτόνισσα της, που αγαπούσε εξίσου τη θάλασσα και άρχιζε τα μπάνια νωρίς την άνοιξη, σταματώντας αργά το φθινόπωρο. Η Μαρία Σεβαστού ήταν η σύζυγος του δασκάλου, στο τοπικό δημοτικό σχολείο και η Αμαλία, μπορούσε πλέον να τη θεωρεί φίλη της. Ήταν λιγομίλητη και ευγενής και σχεδόν πάντα είχε μαζί της, τον  μοναχογιό της. Ένα καλόβολο αγοράκι που έμοιαζε απίστευτα στον πατέρα του και λάτρευε τη μαγειρική της Αμαλίας.

Εκείνο το πρωινό, η βροχή που έπεφτε από τη προηγούμενη νύχτα, απαγόρευε στην Αμαλία να πάει για το καθημερινό της μπάνιο. Ξύπνησε, ως συνήθως, στις 07:00 και βάλθηκε να φτιάχνει μία χορτόπιτα με σπιτικό φύλλο, για να περάσει η ώρα της. Το είδε και σαν αφορμή, να χτυπήσει τη πόρτα της Μαρίας για να πιουν έναν ελληνικό καφέ, τώρα που ο άντρας της έλειπε για δουλειές στο χωριό του, στη Θεσσαλία.

<<Κερνάς έναν βαρύ γλυκό;>> τη ρώτησε κεφάτα, καθώς η Μαρία άνοιγε τη πόρτα του σπιτιού της, χαμογελαστή όπως πάντα. Η γυναίκα της χάρισε ένα πιο πλατή χαμόγελο. <<Τι έφτιαξες πάλι κυρά-Αμαλία;>>, <<Βρέχει και με έπιασαν οι προκοπές μου. Έχασα το μπάνιο μου, πανάθεμα τον για καιρό. Χορτόπιτα είναι, που τρελαίνεται το πουλάκι μου. Πού είναι να φάει;>> αναρωτήθηκε η Αμαλία και η Μαρία έβαλε το μπρίκι να ζεστάνει το νερό. <<Μέσα στη κάμαρη είναι. Παίζει με τα παιχνίδια του. Γκρινιάζει κι αυτός σαν κι εσένα που δεν μπορεί να κάνει ποδήλατο στη γειτονιά>>. Ο Γιάννος δεν άργησε να έρθει στη συντροφιά τους, μα δεν έκατσε για πολύ. Πήρε ένα γενναίο κομμάτι πίτα, ευχαρίστησε την κυρία-Αμαλία κι έφυγε για το παιδικό του δωμάτιο να την απολαύσει μόνος του, παρέα με τα παιχνίδια του. Οι δυο γυναίκες έμειναν μόνες και η Αμαλία πολυλογούσε ως συνήθως. Για τον άντρα της, που δεν έλεγε να ξεμπαρκάρει, για τα παιδιά της που δεν την επισκεπτόντουσαν συχνά και για τις υπόλοιπες γειτόνισσες και τα νέα τους. <<Καλά εσύ βρε Μαράκι, πώς και δεν πήγες με τον άντρα σου στο χωριό του;>>. Η γυναίκα ήπιε μια γουλιά καφέ και άφησε κάτω τη κούπα. Η συζήτηση την έκανε να νιώθει άβολα. <<Δεν υπήρχε λόγος. Πήγε για δουλειές. Γιατί να ταλαιπωρηθούμε εγώ και το παιδί; Άλλωστε τι θα κάναμε εκεί. Δεν είναι δα και κανένα μέρος για αναψυχή>>, <<Κι εσύ πού το ξέρεις μανούλα μου; Σάμπως έχεις πάει ποτέ;>>. Η Μαρία ένιωσε ακόμα πιο άβολα, μα δεν ήθελε να το δείξει και δάγκωσε λαίμαργα ένα κομμάτι πίτα. <<Την πέτυχες πάλι. Το φύλλο σου τραγανό και χωρίς πολύ λάδι... Τέλος πάντων, τι να πάω να κάνω; Κανέναν δεν έχει ο Λάμπρος εκεί. Κάτι μακρινούς συγγενείς, που δεν λέμε ούτε τα τυπικά. Δεν υπήρχε λόγος. Πήγε για δουλειές και θα γυρίσει σύντομα>>. Η Αμαλία ήθελε να κάνει πολλές ερωτήσεις για τον άντρα της και το χωριό του, που ποτέ δεν πήγε σαν νύφη η Μαρία, μα δεν έδωσε συνέχεια. <<Γύρνα καλέ τον καφέ σου, να ρίξω μια ματιά. Να δω αν θα σου σκαρώσει καμιά τσούπρα ο προκομμένος ή θα μείνετε μόνο με τον Γιαννάκη>>. Η Μαρία τράβηξε τη κούπα προς το μέρος της. <<Απαπα, ξέχασε το. Δεν μ' αρέσουν εμένα τα μελλούμενα και τα άστρα. Άσε μη δεις και τίποτα κακό, κι είμαι με άγχος>> της αρνήθηκε, όσο πιο ευγενικά γινόταν. <<Εσύ ξέρεις. Πάντως άκου κι εμένα τη παλιά που έχω καεί με τον χυλό. Μην τον αφήνει αφήνεις το στεφάνι σου, μοναχό του. Ποτέ δεν ξέρεις. Δεν θέλω να σου βάλω έννοια, μια κουβέντα είπα>>. Η γυναίκα της χαμογέλασε γλυκά. <<Καμία έννοια δεν μου βάζεις Αμαλία μου. Ο άντρας μου δεν έχει μάτια για άλλη. Το χέρι μου βάζω στη φωτιά>> απάντησε με σιγουριά κι έφαγε λίγο πίτα ακόμα.

Δύο ΠρόσωπαΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα