ΤΟ ΣΠΙΤΙ

897 22 0
                                    

Καθόντουσαν στο πάτωμα και ο Λάμπρος είχε απλώσει κάτω το σακάκι του. Θα σκονιζόταν μα ήταν το τελευταίο που τον ένοιαζε. Ακουμπούσε την πλάτη του στον τοίχο και κρατούσε στην αγκαλιά του την Ελένη, που είχε γείρει στο στέρνο του. Εκείνη φορούσε μόνο το μεσοφόρι της. Δεν χόρταινε να αγγίζει το γυμνό δέρμα της. Κατέβαζε τα ακροδάχτυλα του, αργά-αργά, πάνω στα χέρια της, κάνοντας την να αναριγεί κάθε τόσο. <<Καλύτερα να φύγουμε>> ψέλλισε δειλά η Ελένη. Ήταν αργά και η γυναίκα δεν ήθελε να μείνουν άλλο εκεί. <<Θες να πάμε σπίτι σου;>> της πρότεινε, χωρίς να σταματήσει τα χαράζει νοητές γραμμές με τα δάχτυλα του. <<Λάμπρο, είναι περασμένη η ώρα. Καλύτερα να πας σπίτι σου>> πρότεινε, ξέροντας πως η ιδέα της θα τον θύμωνε. Εκείνος χαμογέλασε πονηρά. <<Θέλω να σε κάνω δική μου, ξανά και ξανά. Μην μου λες να φύγουμε>>, <<Σε παρακαλώ. Είναι αργά. Μην δίνουμε δικαιώματα>> του είπε, ελπίζοντας πως δεν θα έκανε καμία κίνηση, μιας και της ήταν δύσκολο να του αντισταθεί. Εκείνος κατέβασε το χέρι του και χάιδεψε το γυμνό δέρμα των ποδιών της, ανεβάζοντας ελαφρά το μεσοφόρι της. <<Πώς να σταματήσω να σε αγγίζω, μάτια μου;>> της ψιθύρισε αισθησιακά στο αυτί. <<Σε παρακαλώ...>> ψέλλισε εκείνη. Την αγνόησε. Δάγκωσε το κάτω χείλος της κι έπειτα εισέβαλε στο στόμα της λαίμαργα. Εκείνη ανταποκρίθηκε. Μικρά βογκητά έβγαιναν από το στόμα της. Τα χέρια του την άγγιζαν άτσαλα κι όσο την έσφιγγαν, η Ελένη ένιωθε ένα ρίγος στη ραχοκοκαλιά της και μία ανατριχίλα σε όλη την έκταση του κορμιού της. Τα δάχτυλα του γλίστρησαν μέσα στο εσώρουχο της, κάνοντας την να ανάστενάξει δυνατά. <<Μη... Σε παρακαλώ>> του είπε. <<Μόνο θα σε ακουμπήσω. Μόνο>> μουρμούρισε στο αυτί της. Εκείνη ένιωθε ανήμπορη, υπνωτισμένη να αντισταθεί. Άρχισε να παραδίδεται ολοκληρωτικά στα δάχτυλα του, που την πιέζαν ελαφρά και έκαναν κυκλικές κινήσεις πάνω στο δέρμα της. Τέντωσε τον λαιμό της πάνω στον ώμο του, δίνοντας του την ευκαιρία να γλιστρήσει το άλλο του χέρι, που την κρατούσε αγκαλιά, μέσα από το μεσοφόρι της. Το στήθος της είναι σκληρό, σαν να έχει πετρώσει. Η Ελένη ένιωσε την ανάσα της να κόβεται και τα πόδια της να τρέμουν, κάνοντας μικρούς σπασμούς. Το δάχτυλο του που βούλιαξε μέσα της, της έδωσε το τελειωτικό χτύπημα. Πλέον έτρεμε ολόκληρο το κορμί της και ο ιδρώτας έρεε άφθονος στη πλάτη και παντού πάνω της. <<Λάμπρο μη...>> ψέλλισε, κι εκείνος τράβηξε το χέρι του από μέσα της. Έκαιγε ολόκληρη. Το εσώρουχο της, που δεν αποχωρίστηκε ποτέ, ήταν βρεγμένο. Γύρισε απότομα και στάθηκε γονατιστή μπροστά του. Το μέτωπο της κόλλησε στο δικό του. Άφησε το μεσοφόρι της να πέσει ενστικτωδώς και το βλέμμα του άντρα έπεσε στο πρησμένο στήθος της που ακόμα τρανταζόταν από την ένταση. <<Με κάνεις και νιώθω...>> του ψιθύρισε. <<Τι καρδιά μου;>>, <<...γυναίκα>> συνέχισε τη φράση ντροπαλά. Εκείνος χαμογέλασε. <<Έτσι θα νιώθεις από εδώ και πέρα>> της απάντησε, τυλίγοντας τα χέρια του γύρω απ΄τους μηρούς της. <<Σ' αγαπάω. Σε θέλω. Σε ποθώ. Σε θέλω συνέχεια. Δεν μπορώ να το ελέγξω>> συνέχισε να της ψιθυρίζει προκλητικά. Η Ελένη κοκκίνησε. <<Κι εγώ>> αρκέστηκε να πει κι έπεσε στην αγκαλιά του.

Δύο ΠρόσωπαWhere stories live. Discover now