ΞΑΦΝΙΚΟΣ ΓΑΜΟΣ

582 21 0
                                    


ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 1966 (ΔΥΟ ΜΗΝΕΣ ΑΡΓΟΤΕΡΑ)

Ο Γιάννος στεκόταν πάνω στην καρέκλα, για περισσότερο από είκοσι λεπτά και παρατηρούσε τη Βιολέτα που έβαζε καρφίτσες πάνω στο ρούχο του και κάθε τόσο έδινε εντολές στη Θεοδοσία, που τη βοηθούσε. <<Τη μεζούρα πιάσε μου>> πέταξε, χωρίς να πάρει τα μάτια της από τον μικρό. Η Ελένη μπήκε κεφάτη στο σαλόνι του Μιλτιάδη, κρατώντας έναν δίσκο με καφέδες και τον άφησε πάνω στο τραπέζι, που ήταν γεμάτο με υφάσματα και σύνεργα ραπτικής. <<Να είστε καλά βρε κορίτσια. Δεν τα κατάφερνα ποτέ με τα βελόνια>>, <<Χαρά στον κόπο. Μια αποκριάτικη στολή φτιάχνουμε, δεν θα του ράψουμε και κουστούμι να πάει γαμπρός>> σχολίασε κεφάτα η Βιολέτα και πέρασε άλλη μια καρφίτσα. <<Δεν είναι τίποτα. Θα τη γαζώσω στη ραπτομηχανή και θα είναι κούκλος. Καλύτερη κι από του Φώτη, της Ουρανίας>> έκανε η Θεοδοσία κι ήπιε μια γουλιά καφέ.  <<Ο Φώτης θα ντυθεί ινδιάνος. Εμένα δε μ' αρέσει. Όλο φτερά έχει. Καλύτερα πρίγκιπας, ε μαμά;>> ρώτησε ο Γιάννος. <<Ε δεν χρειαζόταν να σου ράψουμε στολή. Έτσι καλομαθημένο που σε έχουμε, σωστός πρίγκιπας είσαι>> τον πείραξε η μητέρα μου, μα εκείνος μούτρωσε. <<Εγώ ήθελα να είμαι κανονικός!>>, <<Κανονικότατος θα είσαι. Θα σου φτιάξω κι ένα καπέλο μούρλια και θα πας στη γιορτή σένιος>>, <<Βιολέτα τι είναι σένιος;>>, <<Φιγουρίνι βρε, πώς το λένε;>>, <<Εσύ Θεοδοσία θα έρθεις στη γιορτή;>> ρώτησε ο Γιάννος με περιέργεια. <<Αλίμονο καλέ. Χάνω εγώ τέτοιο γλέντι;>>, <<Τι θα ντυθείς;>>, <<Σερβιτόρα της Βιολέτας γιατί θα σερβίρω στο καφενείο>> του απάντησε και όλοι γέλασαν με το αστείο της. <<Έτοιμος είσαι πρίγκιπα. Κατέβα από το θρόνο>> του είπε η Βιολέτα και τον βοήθησε να πηδήξει στο πάτωμα. <<Να πάω μέσα τώρα να δω τα καινούργια αμαξάκια που μου πήρε ο παππούς;>>. Η Ελένη ξεφύσηξε. <<Ας κάνω πως δεν το άκουσα εγώ αυτό>>. Ο μικρός έφυγε χοροπηδώντας και βολεύτηκαν στο τραπέζι, μαζεύοντας τα σύνεργα. <<Θα γίνει ωραία γιορτή. Εκτός από αυτή που θα κάνει ο Λάμπρος στο σχολείο και θα πάνε όλα μασκαρεμένα, ο κοινοτάρχης ετοιμάζει και στην πλατεία του χωριού. Μεγάλη χαρά θα πάρουν τα άτιμα>> είπε η Βιολέτα. <<Από μικρό του άρεσαν οι απόκριες>> απάντησε η Ελένη.  <<Ε στην Αθήνα θα γινόντουσαν σωστά γλέντια>>, <<Εδώ θα το χαρεί περισσότερο>>, <<Το άλλο Σάββατο, που είναι η τελευταία αποκριά, σκέφτομαι να κάνω κι ένα γλεντάκι για μεγάλους στο καφενείο. Θα έρθετε έτσι;>>. Η Λενιώ ανακάθισε. <<Ε πού να τον αφήσω; Δεν ξέρω>>, <<Βρε θα τον βάλουμε για ύπνο στο καμαράκι της Θεοδοσίας. Χαρά στο πράγμα>>, <<Σιγά μη κοιμηθεί μες το νταβαντούρι, ο γιος μου, ο ξενύχτης>>. Η Θεοδοσία που τις άκουσε έβαλε τα γέλια, χωρίς να σχολιάσει. <<Πάντως αν ανησυχείς, Ελένη μου, μην ενοχλήσει τη Θεοδοσία που θα μείνει εκεί ο Γιάννος μας. μη σκας. Δεν πατάει και ποτέ τελευταία στο δωμάτιο της>> πέταξε ειρωνικά η Βιολέτα και η κοπέλα την κοίταξε χαμογελώντας. <<Βιολέτα, μη με τσιγκλάς κι άσε τα υπονοούμενα>>, <<Ευθέως ρωτάω, πού πλαγιάζεις τσούπρα και κυρίως με ποιον>>. Η Ελένη την κοίταξε με περιέργεια. <<Υπάρχει... κάποιο κόρτε;>> ρώτησε δειλά. <<Μπορεί να υπάρχει κάτι>> απάντησε εύθυμα. <<Ε να μας πεις ποιος είναι, να τον γνωρίσουμε... Τι, έτσι;>>, <<Έλα βρε Βιολέτα, δεν είμαι δα και καμία πιτσιρίκα>>, <<Α, ΑΚΟΥ ΝΑ ΔΕΙΣ, έχω την ευθύνη σου! Αν περνάς τον καιρό σου, έχει καλώς. Αν όμως σε βλέπει σοβαρά ο λεβέντης, να ρθει να περάσει από έγκριση>>. Η Θεοδοσία χαχάνισε κεφάτα και ήπιε λίγο καφέ. <<Α ρε Βιολέτα. Δεν μπορώ να σου πω ότι σε βλέπω σα μάνα μου γιατί είσαι και νεότατη>>, <<Πες αδελφή, το ίδιο κάνει>>. Η Ελένη ήπιε ακόμα μια γουλιά καφέ. <<Άρα... κάτι υπάρχει στη ζωή σου>> σχολίασε ντροπαλά. Ο Γιάννος μπήκε στο σαλονί και βολεύτηκε στα πόδια της Θεοδοσίας. <<Χτες έβρεξε. Δεν θα πάμε για σαλιγκάρια;>> τη ρώτησε παραπονιάρικα. <<Βέβαια θα πάμε!>>, <<Αφού εσύ δεν τα τρως βρε>> τον πείραξε η Ελένη. <<Τα τρώει ο παππούς!>>, <<Βρήκες άνθρωπο. Ο παππούς τρώει τα πάντα>> σχολίασε η Βιολέτα. <<Μαμά να πάμε;>>, <<Όχι. Να κάτσετε εδώ, να μας πει η Θεοδοσία μας τα νέα της>>. Η κοπέλα κοίταξε την Ελένη. <<Να πάμε; Μας επιτρέπεις;>>. Εκείνη της χαμογέλασε πονηρά. <<Να πάτε, να πάτε. Μη γίνεις χάλια εσύ>>, <<Ευχαριστώ μαμά!!! Πάω να πάρω σακούλα!>> φώναξε ο Γιάννος και άφησε ένα φιλί στο μάγουλο της.  <<Βρήκες δικαιολογία κυρά μου, να μην μας πεις αλλά εγώ θα μάθω. Και φρόντισε να μην είσαι καλό παλικάρι!>> την πείραξε η Βιολέτα.

Δύο ΠρόσωπαWhere stories live. Discover now