ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ

1K 24 0
                                    


Η Θεοδοσία έσφιξε στις παλάμες της, τα κάγκελα της σκάλας και προσπάθησε να κρατηθεί δυνατά. Το θέαμα της έφερε δυσφορία, μα έμεινε εκεί. Μέσα της ένιωθε μια ικανοποίηση. Δεν ήταν τρελή. Δεν ήταν όλα μέσα στο κεφάλι της, όπως προσπαθούσαν όλοι μάταια να τη πείσουν. Τους έβλεπε μπροστά στα μάτια της. Δάγκωσε τα χείλη της, προσπαθώντας να αντέξει αυτό που συνέβαινε. Δεν θα την έβλεπαν. Δεν ήταν σε θέση να την δουν. Το τελευταίο πράγμα που τους ένοιαζε ήταν να κοιτάξουν προς το παράθυρο. Άκουγε πεντακάθαρα τα βογκητά τους. Ο άντρας της ήταν καθισμένος στο κρεβάτι και η Ελένη τυλιγμένη πάνω στο κορμί του, με τα πόδια της λυγισμένα κάτω από τα χέρια του. Ανασήκωνε το κορμί της με ένταση, πάνω στο δικό του. <<Σωστή πόρνη>> σκέφτηκε η Θεοδοσία. Ο λαιμός της, ήταν τεντωμένος. Τον είχε αφήσει έτσι, για να δέχεται τα χείλη του, που τον ρουφούσαν λαίμαργα. Το κορμί του χόρευε, συγχρονισμένα με το δικό της. Η ένταση του, την τράνταζε ολόκληρη. Με μία απότομη κίνηση και χωρίς να βγει από μέσα της, ξάπλωσε το σώμα της στο κρεβάτι και στάθηκε γονατιστός μπροστά της, πιέζοντας τα πόδια της με τα δάχτυλα του. Έκεινη έβγαλε ένα μικρό επιφώνημα, καθώς εισέβαλε όλο και πιο βαθιά μέσα της. Όσο αύξανε το ρυθμό του, τόσο κούναγε το κορμί της με περισσότερη ένταση. Τώρα βογκούσε πιο έντονα, πονούσε ελαφρώς και ένιωθε να αγγίζει τα πιο ευαίσθητα νεύρα της. Τον είδε με την άκρη του ματιού της, να ξαπλώνει πάνω στην Ελένη και να ακουμπά με τα χείλη του, το στήθος της. Ακόμα ένα επιφώνημα ακούστηκε και ο ρυθμός τους έγινε ακόμα πιο έντονος. <<Είμαστε μόνοι, μην κρατιέσαι. Άσε τον εαυτό σου ελεύθερο και δείξε μου πόσο σ' αρέσει αυτό που κάνουμε>> της ψιθύρισε, λες και γνώριζε πως κάποιος τους ακούει. Η Ελένη ένιωσε ένα τρέμουλο που ξεκίναγε από το πρόσωπο της και σαν ηλεκτρικό ρεύμα, κολύμπαγε σε όλο το κορμί της. Η αίσθηση της ζέστης μέσα της, την έκανε να ανασαίνει βαριά. Αυτή η ζεστασιά, έκανε και τον Λάμπρο να μην μπορεί να συγκρατηθεί, πιάστηκε από το κάγκελο του κρεβατιού και τραντάχτηκε για μερικές τελευταίες στιγμές μέσα της. Έπειτα έπεσε δίπλα της, εξαντλημένος.

Η Θεοδοσία κατέβηκε, όσο πιο ήρεμα μπορούσε τις σκάλες και πιάστηκε από τον τοίχο για να μην πέσει. Έσυρε τα βήματα της μέχρι το μπροστινό μέρος του σπιτιού. Η αναγούλα που ένιωθε στο στομάχι ήταν πιο έντονη κι έγειρε πάνω στη λεύκα, κάνοντας λίγο εμετό. Η οργή, το μίσος και ο θυμός, την είχαν κατακλείσει. Ποτέ ο άντρας της, δεν ήταν τόσο θερμός μαζί της. Ποτέ δεν την ικανοποιούσε έτσι. Σχεδόν έτρεμε από τα νεύρα. Δεν ήξερε τι να κάνει. Στη πραγματικότητα, ήθελε να ουρλιάξει στη μέση της πλατείας πως ο άντρας της έχει ερωμένη. Πως βγάζει τα μάτια του με μία πόρνη, που όλοι τη θεωρούν αγία. Έκατσε στο πλάι της σκάλας, και προσπαθούσε να αδειάσει το μυαλό της. Έκλαψε για λίγη ώρα. Αφού ηρέμησε, σηκώθηκε με όσες δυνάμεις της είχαν απομείνει κι έφυγε μες τη νύχτα.

Δύο ΠρόσωπαWhere stories live. Discover now