ΤΟ ΤΗΛΕΦΩΝΗΜΑ

530 27 0
                                    

Ο χειμώνας είχε μπει για τα καλά στον κάμπο, και το πρωινό αεράκι που τρύπωνε από τις χαραμάδες στα παλιά χωριατόσπιτα του χωριού, πάγωνε τους νοικοκυραίους που ξεκινούσαν τη μέρα τους νωρίς. Από την άλλη, αυτό το κρύο αεράκι δρόσιζε τον Λάμπρο και την Ελένη, που είχαν ξυπνήσει νωρίτερα από το συνηθισμένο και τα πρώτα φιλιά που αντάλλαξαν για καλημέρα, τους παρέσυραν στο πάθος τους που φούντωσε γρήγορα. Εκείνος άγγιζε το δέρμα της, κρατώντας την από τη μέση, καθώς κουνούσε το κορμί της ρυθμικά πάνω στο δικό του, τινάζοντας το κεφάλι της αισθησιακά προς τα πίσω, κάθε φορά που βυθιζόταν μέσα του. Τα βογγητά της έγιναν εντονότερα, καθώς οι παλάμες τους κάλυψαν τα στήθη της και άσκησαν πίεση πάνω σε αυτά. Έπειτα ανασήκωσε τον κορμό του και κόλλησε το σώμα του, πάνω στο δικό της, κάνοντας τη διείσδυση πιο βαθιά και προκαλώντας την έναν γλυκό πόνο. <<Τι σε έπιασε πρωί πρωί; Με χεις τρελάνει>> ψέλλισε, ρουφώντας τον λαιμό της και αφήνοντας σημάδια πάνω στο λευκό δέρμα της. Κόλλησαν τα ιδρωμένα μέτωπα τους και μαζί αντάλλαζαν λαχανιασμένες ανάσες, καθώς έβγαινε αργά και ύστερα εισέβαλλε πάλι μέσα της δυνατά, έτσι ώστε να νιώθει κάθε εκατοστό του. Ο ρυθμός αυξανόταν όλο και περισσότερο, προκαλώντας τους ταχυπαλμία. Με μία απότομη κίνηση, ξάπλωσε το σώμα της στο κρεβάτι και σήκωσε το δεξί της πόδι, λες και προσπαθούσε να την εξουσιάσει ολόκληρη. <<Φτάνει>> του ψιθύρισε τρέμοντας. <<Ποτέ δεν φτάνει>> της απάντησε και κράτησε τα χέρια της με δύναμη πάνω στο στρώμα. Την ένιωσε καυτή πάνω του, να εκτοξεύει την απόλυτη ηδονή της προς τα έξω και οι σπασμοί της τον έκαναν να αφήσει κι εκείνος τον εαυτό του ελεύθερο και να τελειώσει μαζί της, πνίγοντας τα βογγητά και τις φωνές τους για χάρη του μικρού. Έπειτα, έπεσε δίπλα της και τράβηξε την κουβέρτα για να καλύψει τα κορμιά τους. <<Πρέπει να σηκωθούμε>> έκανε η Ελένη, ανασαίνοντας βαριά. <<Κάτσε πέντε λεπτά. Έχουμε λίγο χρόνο>> της απάντησε και χάιδεψε την πλάτη της απαλά. <<Ξέρεις πώς νιώθω;>> τη ρώτησε, καθώς ακούμπησε το κεφάλι της στο στέρνο του. <<Πώς;>>, <<Σαν τότε, που ήμασταν ξανά μαζί και δεν μας έφταναν οι ώρες σε αυτή την κάμαρη. Λες και γύρισα 6.5 χρόνια πίσω...>>. Ένα γελάκι ξέφυγε από τα χείλη της. <<Δεν είμαστε μόνοι μας πια όμως...>>, <<Εντάξει. Δεν μας καταλαβαίνει. Κάνουμε ησυχία>>. Ακούμπησε τα χείλη της πάνω του και χαμογέλασε πλατιά. <<Εγώ λέω πάντως, ως το γάμο, να κοπούν τα πολλά πολλά. Να νιώσουμε και λίγο νιόπαντροι>>. Ο Λάμπρος την κοίταξε με περιέργεια. <<Έλα βρε Λενιώ, σαχλαμάρες. Παντρεμένοι είμαστε>>. Χαχάνισε νευρικά και σηκώθηκε από το κρεβάτι, τραβώντας την ρόμπα της από το πάτωμα. <<Δεν πας να ξυπνήσεις τον γιο σου; Τεμπέλιασες Σεβαστέ>>, <<Ε όχι και τεμπέλιασα. Μη με προσβάλεις καρδιά μου...>> της απάντησε πονηρά, κλείνοντας της το μάτι.

Δύο ΠρόσωπαWhere stories live. Discover now