ΕΙΣΑΓΩΓΗ

605 22 3
                                    

ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 1959

Η είδηση ότι η Θεοδοσία έχασε το παιδί, διαδόθηκε σχεδόν αμέσως στο χωριό. Η γλυκιά, καλοσυνάτη, σύζυγος του δασκάλου, είχε ακόμα μία ατυχία στη ζωή της. <<Νέα είσαι ακόμα. Θα προσπαθήσετε ξανά. Μην στεναχωριέσαι, θα έρθει το παιδάκι σας>>. Όσα λόγια παρηγοριάς κι αν άκουσε η γυναίκα, κανένα δεν την έπεισε. Δεν θα έμενε ξανά έγκυος. Αμφέβαλλε ακόμα και για το αν θα την ξαναγγίξει ο άντρας της. Όταν τους το επιβεβαίωσε η Ρίζω, ο Λάμπρος την αγκάλιασε όσο πιο τρυφερά μπορούσε. Παρόλα αυτά, εκείνη τον ήξερε πολύ καλά και ένιωθε την ανακούφιση μέσα του. Σαν να έφυγε ένα μεγάλο βάρος από πάνω του.  Αν κάποιος στεναχωρήθηκε πραγματικά για την απώλεια του εμβρύου, ήταν ο Μιλτιάδης. Τα δάκρυα που έτρεξαν από τα μάτια του, έκαναν τη Θεοδοσία να λυγίσει κι αυτή στην αγκαλιά του ανθρώπου που της είχε σταθεί περισσότερο από πατέρας. Ο Λάμπρος έκοβε βόλτες μέσα στο σαλόνι όταν μπήκε ο πατέρας του, φανερά ταραγμένος. <<Πώς είναι;>> ρώτησε δειλά ο άντρας και ο Μιλτιάδης έκατσε στη καρέκλα και ήπιε δυο γενναίες ρουφιξιές από τον καφέ του. <<Πώς να είναι... Τώρα ξάπλωσε λίγο>>. Ο δάσκαλος δεν απάντησε. Έκατσε απέναντι από τον πατέρα του και κοιτούσε αμίλητος το κενό. Ο Μιλτιάδης διάβασε τις σκέψεις του, μα δεν είπε κάτι. <<Δεν πας μια βόλτα να ξεσκάσεις;>> τον παρακίνησε. <<Όχι. Θα μείνω εδώ. Μπορεί να ξυπνήσει η Θεοδοσία. Δεν είναι σωστό να πάρω τους δρόμους>> απάντησε και ο άντρα χαμογέλασε με ευχαρίστηση. Ο γιος του, παρόλα τα πάθη του, ήταν συνετός άνθρωπος. Δεν θα έπραττε λάθος και δεν θα παρασυρόταν. Παρόλα αυτά, ο Μιλτιάδης ήξερε μέσα του πως ο έρωτας ήταν φωτιά, που έκαιγε τον Λάμπρο συνεχώς και τώρα που το βάρος που παιδιού έφυγε από πάνω του, θα ήταν δύσκολο να μην παρασυρθεί.

Ήταν αργά το απόγευμα, όταν η Ελένη πέρασε τη πόρτα του καφενείου, για να ψωνίσει μερικά πράγματα. Ο Παναγιώτης, της έγνεψε φιλικά, μα παρατήρησε πως κάποιοι πελάτης, την κοιτούσαν περίεργα. Τους αγνόησε και πλησίασε τη Βιολέτα, χαμογελώντας. <<Καλησπέρα>> είπε καλοσυνάτα. <<Καλώς την. Πώς κι από δω;>> τη ρώτησε, με έναν τόνο απορίας. Η Λενιώ την κοίταξε διερευνητικά. <<Έχει γίνει κάτι;>>. Η γυναίκα χαμήλωσε το βλέμμα της και έγνεψε στην Ελένη, να την ακολουθήσει στο καμαράκι της και έκλεισε την πόρτα πίσω της. <<Τι έγινε Βιολέτα; Με ανησυχείς>> της είπε η Λενιώ και έκατσε σε μία καρέκλα. <<Η Θεοδοσία απέβαλε>> απάντησε με μία ανάσα. Η Ελένη μούδιασε. Σαν να σταμάτησε το μυαλό της. <<Λυπάμαι...>> ψέλλισε και η Βιολέτα διέκρινε ένα ελαφρύ κοκκίνισμα στα μάγουλα της, λες και ντράπηκε με την είδηση που άκουσε. Έκατσε δίπλα της και της έπιασε το χέρι μαλακά. Ήξερε ακριβώς τι σκεφτόταν. <<Το ξέρω πως λυπάσαι. Κι εγώ στεναχωρήθηκα. Όμως από την άλλη Λενιώ μου, μεταξύ μας μιλάμε, δεν ξέρω τι ήταν χειρότερο. Αυτό που συνέβη ή να τους έδενε το παιδί για μια ζωή;>>. Η Ελένη δεν ήξερε τι να απαντήση. Η συζήτηση την έκανε να νιώθει άβολα. <<Μια τέτοια απώλεια είναι πάντα λυπηρή>> της απάντησε μουδιασμένα. <<Καλά τα λες>> πέταξε αμήχανα η Βιολέτα. Δεν είπαν κάτι άλλο, οι λέξεις σώθηκαν και η Λενιώ πήρε τα ψώνια και έφυγε από το καφενείο.

Δύο ΠρόσωπαWhere stories live. Discover now