Ο ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ

451 19 0
                                    

<<Τι;>> ψέλλισε η γυναίκα και σωριάστηκε σε μία καρέκλα, τρέμοντας από ταραχή. <<Πώς έγινε Φανούρη; Ο Κυπραίος ήταν κλεισμένος στο ξενοδοχείο! Θα έφευγε απόψε. Πώς σκοτώθηκε;>>, <<Βγήκε από το ξενοδοχείο για να πάει στην κούρσα που είχε κανονίσει η Δρόσω να τον πάει ως την Πάτρα, για να φύγει για Ιταλία. Κάποιος τον πυροβόλησε στο κεφάλι κι εξαφανίστηκε. Ήταν ακαριαίος ο θάνατος του>>. Η Ελένη άρχισε να κλαίει με λυγμούς. <<Ήσυχα κορίτσι μου, μη ξυπνήσει το παιδί>>, <<Πρέπει να σας πω και κάτι άλλο>> έκανε ο Φανούρης. <<Πάμε στην αυλή. Ελένη μου, σε παρακαλώ. Ο μικρός δεν πρέπει να σε δει σε αυτή την κατάσταση. Ήδη έχει περάσει πολλά!>>. Η γυναίκα έγνεψε θετικά και ο δάσκαλος τη βοήθησε να σηκωθεί και να κατέβουν τις σκάλες. <<ΠΩΣ ΕΓΙΝΕ; ΠΩΣ ΕΙΝΑΙ ΔΥΝΑΤΟΝ;>> ούρλιαξε η Λενιώ. Εκείνος  την αγκάλιασε τρυφερά. <<Δεν ξέρουμε Ελένη, δεν ξέρουν τίποτα. Κι ο διοικητής παλεύει να μάθει περισσότερα. Πρέπει να μαζευτείτε αύριο όλοι μαζί, γιατί ο Προύσαλης λέει πως κάτι περίεργο συμβαίνει>>, <<Τι;>> ρώτησε ο Λάμπρος. <<Δεν μου εξήγησε. Μου είπε μόνο πως θέλει να βρεθείτε>>. Η γυναίκα ανακάθισε τρέμοντας. <<Γιατί; ΓΙΑΤΙ; Ποιος είχε λόγο να το κάνει;>>, <<Σοβαρά το ρωτάς αυτό κυρά μου; Ένας μου έρχεται ήδη στο μυαλό>>, <<Ο Δούκας; Τι λόγο είχε να τον φάει; Ότι ήταν να πει, το είπε στη δίκη!>> έκανε παραξενεμένα ο δάσκαλος. <<Για εκδίκηση. Εκείνος έδωσε το άλλοθι στην Ελένη και δικαιώθηκε!>>. Η Λενιώ σκούπισε τα μάτια της. <<Δεν ξέρω αν τον σκότωσε ο Δούκας και δεν το πιστεύω, πάντως εμείς φταίμε που έγινε αυτό το κακό. Εμείς τον φέραμε στη Λάρισα για να με βοηθήσει>>, <<Ελένη μην το ξαναπείς αυτό! Εμείς φταίμε που ένας παρανοϊκός τον πυροβόλησε; Ότι μπορούσαμε κάναμε. Δυο άντρες είχε η Δρόσω να τον φυλάνε. Του έδωσε πόσα χρήματα. Ήθελε και ήρθε, δεν έχουμε εμείς ευθύνη για το θάνατο του!>> τη μάλωσε ο Λάμπρος , τυλίγοντας το χέρι του στους ώμους της. <<Εγώ λέω να πάμε για ύπνο. Μη ξυπνήσει κι ο Γιάννος. Αύριο θα αρχίσουν οι έρευνες και θα δούμε τι συνέβη>>, <<ΠΟΙΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ ΦΑΝΟΥΡΗ; ΤΙ ΜΟΥ ΛΕΣ; Εδώ χάθηκε άνθρωπος! Αχ Θωμά, γιατί; ΓΙΑΤΙ;>> ψέλλισε η γυναίκα και ακούμπησε στο στέρνο του άντρα της.  

Ο Νικηφόρος κατέβηκε στην τραπεζαρία και βρήκε τη μητέρα του να παίρνει το πρωινό της. <<Καλημέρα>>, <<Καλημέρα>>, <<Ο πατέρας;>> ρώτησε ο άντρας με περιέργεια. <<Μου λες; Χτες το βράδυ ξύπνησα κάποια στιγμή και τον είδα όρθιο. Κάτι έψαχνε. Έπειτα ξανακοιμήθηκα και το πρωί κατάλαβα πως δεν είχε έρθει καθόλου για ύπνο. Τώρα δεν ξέρω που είναι>> εξήγησε η Μυρσίνη. <<Περίεργο. Κάποια δουλειά θα είχε>> είπε αδιάφορα και άρχισε να μασουλάει μια φρυγανιά. Ο Κωνσταντής εμφανίστηκε από τις σκάλες. <<Μήπως είδες πουθενά τον πατέρα σου;>>, <<Καλημέρα λέει ο κόσμος>>, <<Τον είδες τελικά;>> έκανε μπουκουμένα ο Νικηφόρος. <<Πού να τον δω; Στον ύπνο μου;>>, <<Πέρασα από την κάμαρη σου πριν κοιμηθώ και ούτε εσύ ήσουν. Πού γύρναγες;>> ρώτησε αυστηρά η Μυρσίνη. <<ΜΑΝΑ έλεγχο μου κάνεις; Τι είμαι; Παιδί; Με τον Μελέτη ήμουν και πίναμε τσίπουρα, ντάξει;>>. Η γυναίκα κούνησε το κεφάλι ειρωνικά. Η Αγορίτσα μπήκε στην τραπεζαρία, κρατώντας μια κανάτα με νερό. <<Λείπει κι η κούρσα του Δούκα. Να κατέβηκε στη Λάρισα;>> αναρωτήθηκε. <<Δεν ξέρω. Ας έρθει και θα μας δώσει εξηγήσεις>> έκανε σοβαρά η Μυρσίνη. <<Φοβάσαι μην έχει φιλενάδα και τη συναντά τις νύχτες;>> είπε κεφάτα ο Κωνσταντής. <<ΠΑΨΕ ΑΝΟΗΤΕ!>>. Ακούστηκε ο ήχος της πόρτας που άνοιγε και ο Μελέτης εμφανίστηκε ταραγμένος. <<Σκοτώσαν τον Κυπραίο>> ανακοίνωσε απότομα και όλοι τον κοίταξαν σοκαρισμένοι. <<Τι; Πότε;>> ρώτησε ο Νικηφόρος. <<Χτες το βράδυ. Κάποιος του έριξε καθώς έφευγε από το ξενοδοχείο του>>. Σιωπή έπεσε στο τραπέζι και όλοι στράφηκαν στη Μυρσίνη. <<Τι με κοιτάτε; Λίγους εχθρούς είχε;>>, <<Μάνα πού είναι ο πατέρας;>> ρώτησε ξανά ο Νικηφόρος. <<ΤΙ ΥΠΟΝΟΕΙΣ ΝΙΚΗΦΟΡΕ; ΟΤΙ Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΣΟΥ ΣΚΟΤΩΣΕ ΤΟΝ ΚΥΠΡΑΙΟ; Γιατί ακριβώς;>>. Ο Κωνσταντής αναστέναξε και σκούπισε τον ιδρώτα του. <<Τον σκότωσε, δεν τον σκότωσε, πρέπει να τον βρούμε. Δεν ήταν σπίτι. Οι υποψίες θα πέσουν πάνω του>>, <<Τρελαθήκατε τελείως; Από που κι ως πού θα πέσουν πάνω του οι υποψίες; Τι προηγούμενα είχε μαζί του;>>. Ο Μελέτης έκατσε δίπλα στον Κωνσταντή. <<Είχε Μυρσίνη. Και μακάρι να είχε άλλοθι γιατί δεν τον βλέπω καλά>>.

Δύο ΠρόσωπαΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα