Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ

613 19 0
                                    


24 ΜΑΡΤΙΟΥ 1965

Παραμονή 25ης Μαρτίου και η άνοιξη είχε μπει για τα καλά. Η ώρα ήταν λίγο μετά τις 08:30 και ο Λάμπρος Σεβαστός, γύρισε πλευρό στο κρεβάτι του και αποφάσισε να χουζουρέψει μερικές στιγμές ακόμα, μιας και η προκαθορισμένη σχολική εορτή, θα άρχιζε στις 10:00. Το δροσερό αεράκι που έμπαινε από το παράθυρο, σε συνδυασμό με τις ακτίνες του ήλιου που του χάιδευαν το πρόσωπο, δεν βοηθούσαν και πολύ, να πάρει απόφαση να σηκωθεί. Γύρισε το χέρι του, στη δεξιά πλευρά, αναζητώντας το κορμί της Ελένης, μα έπιασε το κενό. <<Καλά ξυπνητούρια>> του πέταξε έυθυμα. Εκείνος άνοιξε τα μάτια του και την είδε, να σιδερώνει ένα μπλε κουστούμι. Της χαμογέλασε δειλά. <<Γιατί σηκώθηκες;>> ρώτησε σχεδόν θυμωμένα. <<08:30 είναι Λάμπρο μου, ακόμα θα κοιμάμαι; Άντε, σήκω κι εσύ να ξυπνήσεις και το λεβέντη μας, που βγήκε υπναράς σαν τον πατέρα του>> σχολίασε η Λενιώ, πατώντας με το σίδερο το γιακά από το πουκάμισο. Ο άντρας σηκώθηκε και τύλιξε τα χέρια του γύρω από τη μέση της. <<Έχουμε ώρα πάντως. Κι ο μικρός, αν δεν βάλεις φωνή εσύ, δεν ανοίγει το μάτι του...>> της ψιθύρισε και τη φίλησε μαλακά στο λαιμό. <<Αυτό που έχεις στο νου σου, να το ξεχάσεις. 10:00 είναι η γιορτή>> έκανε αυστηρά κι εκείνος κόλλησε το σώμα του περισσότερο πάνω στο δικό της. <<Όταν γίνεσαι κακιά μαζί μου, με τρελαίνεις>> πέταξε παιχνιδιάρικα. Η Ελένη έβαλε τα γέλια. <<Καλά. Πήγαινε να σηκώσεις το γιο σου γιατί μετά θα γίνω πολλή κακιά και με τους δύο>>. Ο Λάμπρος τη φίλησε πεταχτά στα χείλη και βγήκε από τη κάμαρη. Έξι χρόνια η καθημερινή τους ρουτίνα ήταν γλυκιά, μα πάντα μέσα τους υπήρχε το αγκάθι του χωριού. Η Ελένη κρέμασε το πουκάμισο σε μία κρεμάστρα και ξεκρέσασε τη δική της φούστα για να τη φρεσκάρει. Έξι χρόνια ήταν μια γλυκιά, ήρεμη κι ευγενική <<κυρία δασκάλου>>, όπως την αποκαλούσαν οι μητέρες των μαθητών του άντρα της. Έξι χρόνια έκρυβε μέσα της, τη φωτιά που την έκαιγε ολόκληρη, για να γίνει μία νοικοκυρά που μεγάλωνε με αγάπη τον γιο της και φρόντιζε παστρικά το σπίτι της. Τα φορέματα της ήταν φρεσκοπλυμένα και καλοσιδερωμένα. Κι όμως... Κάθε μέρα της έλειπαν όλο και περισσότερο τα φθαρμένα από τα στάρια του κάμπου φουστάνια και οι γαλότσες γεμάτες λάσπες που πατούσαν το χώμα του Διαφανίου. Κοίταξε έξω από το παράθυρο και χάζεψε τον ανθισμένο κήπο της. <<Όμορφα είστε κι εσείς, γεμάτα χρώματα και μυρωδιές, μα οι λεύκες μου δεν συγκρίνονται με κανένα σας...>> σκέφτηκε φευγαλέα και συνέχισε τη δουλειά της.

Δύο ΠρόσωπαWhere stories live. Discover now